Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ἡ Μάχη τῆς Σοφίας





Ἡ Μάχη τῆς Σοφίας


χλὺς εὶς τῶν κορμιῶν μυρωδιὰ
καὶ ἡ στεῖρα γῆ,
χρόνους δέκα ὑπομένει τὴν φρίκην,
τρέχοντας μανιασμένα πίσω της.

Βρίθει ἀπὸ ἱδρῶτα τὸ χῶμα της,
μὰ θέλει ἡ κολασμένη τοῦ Ἕκτορος νὰ πάρῃ,
καθὼς τὸ κορμί του
ἀνθὸς τῆς ἀνδρείας εἶναι.

Γοργὸν τὸ βῆμα της,
ταχύ,
τοῦ Ἀχιλλέως τὰ ἴχνη
ἀκολουθεῖ.

Δράμα, τοῦ Ὁμήρου ἡ σκέψις
ἔρωτας ἐπισκέπτης,
εἰς τὴν μάχην ἁρματωμένος
φλερτάρει τὸ λυσσασμένον χῶμα.

πος τοῦ Ἔρωτος Μέγα,
τ’ ἀτσάλι φρουρός του,
ἡ φωτιὰ σύντροφός του
καὶ ἡ γῆ πληγωμένη.

Ζωντανεύει τὸ αἷμα,
ὀρθώνεται ἀνάμεσὰ τους,
τρίτος ἐραστής,
τοῦ χαμένου ἱδρῶτα πορθητής.

λιος καὶ ἄνεμος
στηρίζουν τὰ ξίφη,
μὲ πάθος καὶ δύναμιν
νὰ πληγώσουν τὰ μίση.

Θεοὶ θεαταὶ καὶ κριταί,
μιὰ ἀνάσα ἀπ’ τὴν τρέλλα,
ὄπου αὐτὴ ὁπλισμένη
εἶναι ἀγκαλιὰ μὲ τὸ αἷμα.

                                            Ἴριδος χρώματα γεμᾶτες οἱ ἀσπῖδες,                                                            
σὲ χέρια ζυμωμένα μὲ θάνατον,
τὰ πύρινα ξίφη μάρνανται,
τὸ ἕνα νὰ λοιώσῃ τὸ ἄλλον.

Καὶ ἔρχεται ὁ οὐρανὸς τρομερός,
μὲ βροχὴν νὰ πεισμώσῃ τὰ ὅπλα
καὶ τὸ χῶμα καλπάζοντας
ν’ ἁρπάξῃ τὸ αἷμα.

Λάμπει ὁ Ἕκτωρ ὡς Θεὸς
καὶ γύρω του ἀνταύγιες ὁδύνης,
κλαίει τὸ χῶμα καὶ ἡ βροχή,
κλαίει ἡ ἀνάσα ἡ πρωϊνή.

Μέσα ἀπὸ τὶς κραυγὲς τῆς ἀνατολῆς,
τῆς δροσιᾶς τοῦ ἡλίου καὶ τῆς αὐγῆς,
πίσω ἀπὸ τῶν κυμάτων τὴν ὀργὴν
καὶ γεῦσιν θλίψεως μὲ ἄνθη ἀρτυσμένη,

Ναὸς τοῦ Ἔρωτος, λαμπρός,
πατᾶ εἰς τὸ αἷμα, κρατερός
καὶ νά, ἁγνόν,
πίσω του τὸ χῶμα τρέχει, δειλόν.

Ξαναμμένη ἡ αὐγὴ τὸν κυττᾶ,
φοβισμένη τὸ χέρι τοῦ Φοίβου κραττᾶ
καὶ τὸ χῶμα καλπάζει γοργά,
εἰς τοῦ Ἕκτορος νὰ χαθῇ τὴν ἀγκαλιά.

ργώνει τὴν παγγαία τὸ βῆμα του
καὶ ὁ ἱδρῶτας πίσω του τοὺς κάμπους φλερτάρει·
ντροπιασμένη ἡ σκόνη, νὰ γυρίσῃ,
ἀρνεῖται τὸν ἄνεμον νὰ φιλήσῃ.

Πέφτει ὀ οὐρανὸς ἐμπρός του,
νὰ τὸν σταματήσῃ·
μὰ ὁ ναὸς τοῦ Ἔρωτος
τὸ αἷμα του θὰ χύσῃ.

έει τοῦ Ἔκτορος ὁ θυμός,
δειλιάζει ἠ τρέλλα, τὴν ἁρπάζει ὁ οὐρανός,
βαστᾶ τ’ ἀτσάλι γερὰ
καὶ τὰ μάτια του φιλοῦν τὸν ἥλιον μετά.

Σκότος καλύπτει τὸν Ἔρωτα
καὶ τῷ φῳτὶ τὰ ὅπλα μάρνανται
καὶ ὁ ναὸς Ἀχιλλεύς,
μὲ πυρκαϊὰ ἀπ’ τὰ μάτια του,

Τὴν μάχη πλημυρίζει μὲ φῶς.
Τρόμος εἰς τὰ στήθια τοῦ Ἄρεως
καὶ οἱ οὐρανοὶ ἁρπάζουν κρυφὰ
τὸ ματωμένον χῶμα νὰ σώσουν.

στερα πετὰ τ’ ἀτσαλένιον κορμί του,
εἰς τὸ ἁγνὸν περίσσιον χῶμα
καὶ τὸ χαμόγελόν του,
παγώνει τοῦ Ἕκτορος τὸν θυμόν.

Φιλᾶ τὸν ἄνεμον γύρω του
καὶ ἡ κόρη τῆς θεᾶς Ψυχῆς,
σκορπίζεται εἰς τὴν μάχην·
πόλεμος θάνατος γίνεται, ὁ Φὼς καὶ τὸ Φῶς.


Χάνεται ἡ ἄνοιξις εἰς τὸ βλέμμα του
καὶ ἡ ὁρμή του τὸν Ἕκτορα ἀγγίζει·
εἶναι τώρα ἥρως μεγάλος αὐτός.
τοῦ πῆρε τὴν πνοὴν ὁ ὡραῖος ναός.

Ψεύδεται ἡ γῆ,
δὲν βρίσκει τὸ αἷμα·
τὸ ψάχνει ἡ βροχή,
δὲν ὑπάρχει εἰς τὸ χῶμα.

ραία ἐσὺ τοῦ πολέμου γαλήνη,
τῆς βίας φρικτὴ ἐρωμένη,
τοῦ ναοῦ τῶν ἀνδρῶν ἐνδεδυμένη,
εἶσαι ὁ ναὸς τοῦ νοὸς, τῆς νοήσεως ἀγαπημένη …


Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
30-5-2011

24 στροφές, 24 γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου