Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Tαξείδεψες ἀπὸ τὶς πέρα ὧρες




Tαξείδεψες ἀπὸ τὶς πέρα ὧρες

Τρέχει τὴν ὥρα ὁ νοῦς μου
καὶ εἶναι μονάχα ἀκόμη νύκτα,
μακρυὰ τὸ ξημέρωμα,
μακρυὰ τὸ φῶς εἶναι
καὶ πάλευα μὲ σκυλιὰ καὶ χρόνο.
Νὰ ξεφύγω ἤθελα,
ἀπὸ τὰ τρεχαλητά τους.

Καὶ εἶναι μονάχα ἀκόμη νύκτα
καὶ ὅλα τὰ ἔβλεπες,
μὲ φῶς μικρὸν 
καὶ γνῶσιν εἰς τὰ χέρια,
ἤσουν πίσω ἀπὸ τὶς ὧρες …
μισὴ ἔρωτας, μισὴ ἔρωτας.

Καὶ ἦταν βρόγχος βαρύς,
ἀνήφορος ἤχους γεμᾶτος,
βγαλμένος ἀπὸ τὴν άποκοιμισμένη μου μιλιὰ 
καὶ οἱ ὧρες,
ἔφεραν μὲ θρίαμβον ἐμπρός μου νὰ σταθῇ,
ἤχος ἠγέτης.

Καὶ πάλευα μὲ σκυλιὰ καὶ χρόνο.
Νὰ τρέξω σὲ χώματα ἤθελα ἐλεύθερα
καὶ εἶχες φωνές,
καὶ φῶς εἰς τὰ χέρια μικρὸν
καὶ ὅλα τὰ ‘βλεπες 
καὶ δίπλα σου μὲ τάξιν ἡ γνῶσις ἀφημένη,
μισὴ ἀνοικτή … μισὴ σφαλιστή.

Καὶ ὀρθός,
μισὸς μὲ γνῶσιν , μισὸς μὲ γύμνια,
νὰ κρύψω ἀπὸ τὶς ὧρες,
τὸν ξυπνημό μου ἤθελα.

Καὶ τότες,ἦλθεν ἡ ντροπής!
Ἄνοιξε τὸ παγωμένον τῆς νυκτὸς κορμί,
καὶ μέσα της, ζωή.
Γέννημα ἦταν τῆς βραχνῆς φωνῆς 
καὶ τῶν ξανθῶν τῆς γῆς χρωμάτων.
Τ’ ἀγκάλιασες,
τὰ φώλιασες εἰς τὸν κόρφο τῆς ἰδικῆς σου ζωῆς,
καὶ τότες εἶπες,
πὼς ἡ γνῶσις σὲ ἐξάντλησε.

Καὶ ἀμείλικτη πάλι,
εἰς τῆς παγωμένης νυκτὸς 
μέσα εὐρέθης τὸ κορμί,
ἀφήνοντας σὲ πέλαα γαλήνης τάξιν καὶ γνῶσιν,
νὰ τὸ κατασπαράξῃς θέλησες.

Πάλευα μὲ τὶς ὧρες καὶ τὸν χρόνο,
νὰ πάρω τὴν ζωὴ ἀπ’ τὰ χέρια σου,
μὰ δὲν τὴν πρόφθασα.
Σιώπησε αὐτὴ 
καὶ ταξίδεψε κάπου 
πίσω ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φωνῆς σου.

Τότες,
πρόσταξες τὴν εὐγένειάν σου,
τὴν ὀδήγησες νὰ σταθῇ ἐμπρός μου,
καὶ ἄφησες τὰ ἴχνη τῆς ζωῆς,
νὰ μὲ παρασείρουν εἰς τὴν ἰδικήν μου ζωή.

Νύκτα σὲ ἐγνώρισα.
Ταξίδεψες ἀπὸ τὶς πέρα ὧρες,
καὶ ἦλθες ἀντίκρυ τῆς φοβισμένης φωτιᾶς νὰ σταθῇς.
Τότες ἦταν πού,
τῆς θαλάσσης τὰ βάθη,
ἔφεραν τὴν κρυμμένην τους πνοή νὰ γευθῇς
κι ἐγὼ ταραγμένος, 
ἀνάμεσα σὲ φοβισμένη φωτιὰ 
καὶ καλοσώρισμα τῆς πέρα ὥρας,
δίπλα εἰς τοῦ Διονύσου τὰ δροσερὰ μαγέματα, ὲθαύμασα....


Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
21-10-2011
Συνεχίστε την ανάγνωση »