Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Λογοφόνοι

Λογοφόνοι
Εἶμαι ὁ Δεσποτάκης τῆς Δαμητρός,
Ἕλλην.
Καὶ λέγω Ἕλλην παρὰ τὶς προσπάθειες
ποὺ τὸ σύστημα καταβάλλει,
ὥστε νὰ μὲ πείσῃ πὼς δὲν εἶμαι
ἤ ἔστω νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι,
καθὼς πιὰς δὲν ἔχω ὄνειρα,
παρὰ αὐτὸ τῆς ἐλπίδος.

Ζῶ πολλὰ χρόνια ἀνεβασμένος σὲ ἕνα δένδριον,
μὲ πλουμιστὰ κλαριὰ ἀπὸ φυλλώματα
 καὶ κάπου κάπου,
βλασταίνει ἐπάνω του κάποιος καρπός.
Ὅμως ἀμέσως, βρώμικος ἄνεμος τὸν πνίγει
καὶ βροχὴ μὲ χρώματα ἄσχημα,
ποὺ ὕστερις βγάνει μονόμαυρον οὐράνιον τόξον,
μολύνει τὰ ῥιζά του
καὶ μονάχος ὁ καρπός, πίπτει·
πλάι γιὰ λίγο ζεῖ εἰς τὸ χῶμα καὶ τὸν κορμόν
καὶ ἀποθνήσκει.

Ἔτσι ζῶ μονάχα ἀνάμεσα σὲ ἄσαρκους καρπούς,
ποὺ ᾿ναι ὁ λόγος-αἷμα τους, μοῦχλα κι ἀπανθρωπιά!
Τρέφομαι μονάχα μὲ λόγον καὶ πράξεις,
ποὺ σὲ αὐτὸ δὲν φύονται τὸ δένδριον.

Μονάχα κάθε ποὺ ἔρχεται ἡ ἕκτη τοῦ Ἀπρίλη ἡμέρα,
ἕνας βλαστὸς μέσα ἀπὸ ἀβίαστον κλαρί πετιέται·
κι εἶναι τότες μιὰ ἀγκαλιὰ ὁ νοῦς μου ὁλάκερος,
τροφὴ τοῦ νέου φύλλου.
Μακρυὰ στέκουν οἱ μαῦροι λογοφόνοι
καὶ εἰς τὰ γύρω κλαδιὰ
καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ πλουμιστά φυλλώματα,
σχεδὸν κι ἀπάνω μου, εἰς τὸ πετσί μου σχεδὸν γραπωμένες,
κάμπιες σκοτεινές, κατατρώγουν κάθε νιογένητην λεξούλα.
Μέσα μου ὅμως, χρόνους τώρα,
ἁπλώνουν ῥίζες τὰ μικρὰ φυλλαράκια
ποὺ ἐγέννησεν αὐτὸ τὸ δένδριον,
κάθε ποὺ ἔρχεται ἡ ἕκτη τ’ Ἀπρίλη·
κι ἔκαμα τὸν νοῦ μου βρεφοκρέββατόν τους,
νὰ πλαγιάζουν, νὰ λογίζονται,
νὰ γίνονται μὲ τὸν καιρὸν πανώρια,
ἴσαμε ποὺ θὰ γίνουν Φωνὴ Ἑλληνίδα
καὶ μ’ ἕνα ἅλμα ἔτσι δά,
σὲ γῆς νὰ πατήσουν ἀπάνω.

Τότες ξωπίσω τους θὰ χυθοῦν σὲ δρόμους καὶ ἀπάνεμα μεριά,
σὲ νερὰ ἀπάνω θὰ πατήσουν μὲ περίσσιαν ἀγριὰ
καὶ τῶν σκοτωμῶν τὴν κραυγήν,
οἱ λογοφόνοι καὶ οἱ σκοτεινὲς κάμπιες.
Θὰ ᾿ναι οἱ ἀγροὶ χειμωνιασμένοι τὴν ἄνοιξιν,
φωτιὰ τὰ σπαρτὰ παντοῦ θὰ καίῃ
καὶ μήτες ἡ σελήνη θὰ γιομίζη
μήτες θ’ ἀδειάζῃ ἀπὸ φῶς.
Τὸ δένδριον μία θλῖψις θὰ καλύψῃ,
καθὼς ὁ πέλεκυς εἰς ἔδαφος θὰ φέρῃ.
Τότες μονάχα θὰ ᾿χουν ἀνδρειωθῇ,
ἕνα τοῦ κάθε καρποῦ παλληκάρι.

Κι ἄν τότες ὑπάρχει εἰς τὴν γῆς χῶμα ὁποὺ ἄφηκε ἡ φωτιά,
ἐκειὰ φωνὴ θὰ ῥιζώσῃ ἐλεύθερη,
ἐμπρὸς νὰ σταθῇ εἰς τοὺς φονιάδες.
Καὶ εἴτες θὰ κάμῃ τὸ χῶμα ἀδούλωτον,
εἴτες τότες, ἡ γῆς  θὰ πεθάνῃ…

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
22-2-2013

Συνεχίστε την ανάγνωση »

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Δίστομον


Δίστομον

Ἄκου με γερμανέ,
εἶμαι ἡ ἀπορία·
αὐτῆς ποὺ πατέρας ἔγινες,
σὰν βίασες τὸ Δίστομον.

Ἀπάντησέ μου σήμερα,
σὲ ἐτοῦτον ποὺ θὰ εἰπῶ:
πὼς μία ξιφολόγχη,
τὰ σπλάχνα ἔσκισε,
σὲ ἀβάπτιστον μωρό;

Καὶ πῶς τὸ πέος ἔκοψες ἀπὸ ἱερέα,
τὰ στήθια πῶς ἀπέκοψες ἀπὸ παρθέναν κόρη
καὶ πῶς τὴν φρίκην πέ ᾿μου ἔφερες,
σ’ ἐτοῦτον τὸ χωριό;

Δὲν σὲ καταριέμαι βάρβαρε,
ἀφήνω τὴν Ἱστορία,
ν’ ἀμαυρώσῃ τὴν φυλή σου,
τὸ δέντριο ὁποὺ ἐγεννήθηκες
καὶ τὸν φονιὰ Παιδί σου.

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
25-10-2012

Συνεχίστε την ανάγνωση »

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Ὁ μπουναμᾶς


Ὁ μπουναμᾶς

Χαῖρε παμπόνηρη μαϊμοῦ,
ἕλληνα τοῦ κώλου,
τῆς τράπεζας εἰσπράκτορα
γελοῖε σκατοκράτορα.

Ἀπ’ τὸν ἱδρῶτα τὸν ἰδικόν μου,
καὶ τ’ Ἅγιον τῆς Ἑλλάδος χῶμα,
 νὰ μὴν χαρῇς ποτὲς τ’ ἀργύρια,
καὶ ἄταφον νὰ εἶσαι πτῶμα.

Σὰν θὲς παρὰ ἤ καὶ τὸ σπίτι μου,
παίρνεις καὶ μπουναμά,
τ’ ἀριστερὸν ἀρχίδι μου,
κι ὕστερις τὸ κοφτερὸν λεπίδι μου.

Εὔχομαι νὰ πεθάνῃς,
μαζὺ μὲ τοὺς τριακόσιους·
ὦ…ἄς μ’ ἀξιώσουν οἱ θεοί,
νὰ σᾶς κρεμάσω ὅλους.

ΥΓ: «Ἀφιερωμένον σὲ ἐσένα,
ποὺ φρόντισες πρῶτα νὰ μείνω ἄνεργος
καὶ ὕστερα πρότεινες νὰ μοῦ πάρουν τὸ σπίτι…»

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
20-10-2012

Συνεχίστε την ανάγνωση »

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Ἔρως ἤ Ἀ-γάπη;


 

Ἔρως     Ἀ-γάπη;

 

             Ἀ-γάπη…Τὸ περὶ ἀγάπης δέ, κατάγετε λένε συνήθως ἐκ τοῦ λίαν-πολύ
καὶ τοῦ πάομαι-ἀποκτῶ, κατέχω....Κτητικὸν συναίσθημα...καὶ ὅπου κτητικόν,
μὴ Ἐλεύθερον κατ' ἐμέ, ἄρα καὶ μὴ Ἐρωτικόν, ἄρα σύνηθες....ἀγάπη δηλαδή, σχεδὸν μία συνήθεια! Ἴσως ἡ μοναδικὴ λέξις ποὺ δὲν ἀπασχόλησε καθόλου, μὰ καθόλου, τοὺς μεγίστους τῆς παγκοσμίου φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, τραγωδίας. Μήτε Πλάτων, μήτες Ἀριστοτέλης, Εὐρυπίδης, Ὅμηρος, Αἰσχύλος, Σοφοκλῆς, Ἡράκλειτος καὶ οὐκ ἐστὶν αὐτῶν ἀριθμός. Μήποτες ἀνέλυσαν τὴν λέξιν αὐτήν, μὲ τὸ ἴσως στερητικὸν Ἄλφα εἰς τὸ ξεκίνημά της… Αὐτὸ καὶ μόνον, σὲ σκέψεις μὲ βάζει, διότι κατ’ ἐμέ, τὰ πάντα εἶναι Ἔρωτας! Ὅταν Αὐτὸς ἐχρηματίσθη ντροπὴ ἀπὸ τὸ σύστημα τῶν ἀρνητῶν τὴν φύσιν τους, μοῦ ἔμαθαν τὴν λέξιν ἀ-γάπη…Τὸ μέγιστον λοιπὸν κρυμμένον μήνυμα, εἶναι ὁ Ἔρως, ὁ Θεῖος Ἔρως.

                   Ἔλεγαν τὴν λέξιν – τίτλον Ἱέρεια, οἱ πρόγονοί μας….

Πεῖτε μου πῶς τὴν φαντάζεσθε; Εὐμορφία, νιότης, πλούσια καθαρά μὲ λάμψιν μαλλιά, χαμόγελον ἴδιον τοῦ Ἔρωτος κι ἕνα φόρεμα λευκόν, στολίδι σκέτον, νὰ τὴν χαρακτηρίζῃ θηλυκόν. Λερώσαμε τὴν λέξιν, ἐσκεμμένως ἴσως, δένοντας τὴν λέξιν πόρνη, μὲ τὴν Ἱέρειαν, καὶ δούλην τὴν ἐκάναμε, Ἱερόδουλον… Κι ἔπειτας ἀλλάξαμε ἀκόμη καὶ τὴν σκέψιν. Σήμερα, τὴν θέσιν τῆς Ἱέρειας κατέχει ἡ καλόγρια…Οὐδὲν ἐπὶ τούτου σχόλιον!

 

                   Ἄς γυρίσουμε ὅμως πίσω, εἰς τὰ πέντε γράμματα τῆς λέξεως:

Α = Ἄλφα,  ἡ τῶν πάντων ἀρχή, ἡ ἀνάσα, ἡ γέννεσις.

Γ = Γάμμα,  Γαῖα, ἡ ζωοδόχος, ἡ τροφός.

Α = Ἄλφα. Καὶ πάλιν ἡ ἀρχή, ἀνάσα φέρειν.

Π = πῑ. Πᾶν, τὸ Πᾶν, ὅπως Σύμπαν.

Η = Ἦτα, Ἡέλιος!

 

                     Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ Ἄλφα, τὴν ἀρχὴν τῶν Πάντων, ἄρα τὴν ἀνάσα, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη τῆς ζωῆς κραυγή, μένει τὸ Γάμμα. Ἡ Γαῖα, ἡ Πᾶν-Γαῖα, νεκρή, χωρὶς ἀπογόνους, μονάχη νὰ γυροβολᾶ εἰς τοῦ Πανὸς τὴν ἀγκάλην, ἀντίκρυ καὶ γύρω τοῦ Ἡελίου…

                     Ἄ,  λοιπὸν πρωτίστως…τί ἄραγε νὰ σημαίνῃ αὐτὴ ἡ λέξις, ποὺ ἐκ τῶν μεγίστων μὰ καὶ ἐκ τῶν μετρίων, οὐδεὶς μαζύ της ἀσχολήθηκε; Ἀναφέρεται σὲ λίγες μονάχα ἀράδες τῆς Ἀρχαίας Ἐλληνικῆς Γραμματείας καὶ πλέον δὲν δύναμαι νὰ τὴν συνδέσω μὲ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνομαι ὅταν ῥιγῶ, ἐμπρὸς εἰς τὸ χαμόγελον ἑνὸς θηλυκοῦ, σὰν μοῦ χαμογελᾶ τὸ βρέφος, τὸ παιδί μου, σὰν τρίβεται νιογέννητον κουτάβι εἰς τὰ στήθια μου μέσα, σὰν τ’ ἀχνιστὸν καρβέλι μὲ οἶνον μὲ μαγεύουν…

                     Αὐτὰ μονάχα Ἔρωτας εἶναι… Δὲν εἶναι, ποτὲς δὲν ἦταν ἀ-γάπη…Λένε κάποιοι πὼς πρῶτος ὁ Ἔρωτας ἔρχεται, μετὰ μὲ φούριαν φεύγει καὶ μένει ἡ ἀ-γάπη, δηλαδὴ ἡ συνήθεια…

                      Μὰ ἐγὼ θέλω Ἔρωτα! Ποῖος σᾶς εἶπε, ποῖος τὸ δικαίωμα σᾶς ἔδωσε, εἰς τὸ μυαλό μου μέσα νὰ ῥιζώσετε , πὼς σὰν θὰ μεγαλώσω, ἀπὸ συνήθεια θὰ ζῶ; Ὄχι!!! Ἀρνοῦμαι!!! Σὰν χαζεύω ἐσᾶς, κάπου ἠ χημεία μου ἀπαντᾶ ἕνα χαμόγελον ἄλλον…αὐτὸ ἐγὼ τὸ Ἐράω, δὲν τὸ ἀ-γαπῶ! Ποτές μου, ἀκόμη καὶ σὰν ἡ θλίψις τῆς νιότης φέρει τὸ γῆρας, δὲν θέλω ν’ ἀ-γαπῶ τὸ χαμόγελόν σου. Θέλω μέσα μου νὰ κοχλάζῃ Ἔρωτας γι  αὐτό!

                         Μὰ πῶς νὰ συμβῇ, ὅταν ἀπὸ τὰ παιδιάτα μου χρόνια μὲ διαβρώνεις; ἀ-γάπη μοῦ λές, σ’ ἀγαπῶ νὰ λέγω…Ἀλλοιώνεται ἠ καθαρότητα τῆς σκέψεως καὶ τοῦ συναισθήματός μου! Κάποιος, κάποιοι, λένε πὼς εἶμαι τρανὸς σὰν γράφω. Ἴσως νὰ ᾿ναι κι ἔτσι, ἴσως καὶ ὄχι. Ἄν ὅμως εἶναι, τότες νὰ γνωρίζετε πὼς αὐτὸ ποὺ μὲ διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, εἶναι πὼς ἐγὼ δὲν Ἀ-γαπῶ Τίποτα! Ποτές μου δὲν ἠ-γάπησα!

                       Μονάχα Ἔρωταν αἰσθάνομαι, κατὰ πὼς θέλησε τὸ Ἑλληνικὸν αἷμα μέσα μου νὰ κατοικήσῃ. Ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ κρύον γήινον νεαρὸν ὕδωρ μιᾶς πηγῆς, ἔρχεται ὑπερήφανον μέσα νὰ κυλήσῃ εἰς τὰ σωθικά μου, Ἔρωταν αἰσθάνομαι…Ἔρωταν Ἄθρωπε, ὁποὺ τὸ δυνατόν του ῥὸ προφέροντας, ἡ δόνησις τρομάζει με…

                        Μὰ μὲ συνεπῆραν οἱ λέξεις μαζύ τους σὲ ταξείδια τοῦ κόσμου ἐτούτου καὶ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ, πὼς σὰν ὁ Ἔρωτας ἀ-γάπη ἔγινε, συνήθεια ἔγινε, ἐγὼ ἔγινα ἀνθρωπος δοῦλος τῆς ἀ-γάπης, τῆς ἀ-γάπης τοῦ Θεοῦ…

                       Μὰ ποῖος Πατέρας εἶναι αὐτός, ποὺ τὸ παιδί του θέλει δουλικόν;

Καὶ νὰ οἱ εὐχές μου εἰς τὴν μικρήν μου κόρη!

 

«Κόρη μου·

νὰ ᾿ναι ἡ ζωή σου ἔρωτας…»

 

«Νὰ χαίρεσαι τὸν ἔρωτα

ὅπως ὁ φλοῖσβος τὴν ἀκτήν,

ὅπως ὁ ἄγριος ποθεῖ βοριᾶς

τὴν κάτασπρην τοῦ χιονιᾶ θωριά,

ὅπως ἀνέραστον τὸ χῶμα λαχταρᾶ

παρθένα τῆς βροχῆς νὰ ᾿ν’ ἡ ἀγκαλιά…»

 

« Ζῆσε ἔντιμα …

ζῆσε μὲ ἔρωτα …

ζῆσε μὲ φρόνησιν …

γιὰ νὰ ζήσῃς …»

 

                Ὁ Ἔρωτας εἶναι Ἐλεύθερος σεβασμὸς καὶ ὄχι ὑποχρέωσις. Ὁ Ἔρωτας εἶναι σὰν γερνᾶ, ὄχι συνήθεια, μὰ σὰν τὸν Ἡέλιον, ποὺ κουρασμένος γέρνει μέσα σὲ πέλαγα μακρινά, νὰ δροσίσῃ τὴν ἄσβεστον πύραν του! Ὁ Ἔρωτας εἶναι ζωή, εἶναι φιλοσοφία…καὶ σὰν αἰσθάνομαι γιὰ ἐσένα Ἔρωταν ὡς ἀρσενικόν, τότες ἐσὺ θὰ εἶσαι Ἱέρεια τῆς ζωῆς ὁποὺ ἐγώ, ἀναγνωρίζοντάς Τον χωρὶς ἄλφα στερητικόν, θὰ παλεύω μέχρις νὰ ταξειδέψω εἰς τὰ ὄνειρά μου, νὰ φθάσω τὴν Ἱερότηταν τῆς Μητριαρχίας ποὺ διέπεις ὡς Ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος Κόσμου…

 

                     Ἐγὼ τὸν Ἔρωτα τυχαία τὸν ἐσυνάντησα νὰ εὐλογῇ τὶς θάλασσες κι ἦταν βαπόρι ἀλώβητον, ὁ Κάπταιν Λόγος, ὁ Ἔρωτας τῆς Ἁρμύρας, σὲ φοῦρια ἐπάνω κύματα ταξειδευτής. Τυχαία νὰ πλάθῃ ὄνειρα τὸν ἐσυνάντησα εἰς τὶς ἄκριες τῶν τραίνων ῥάγες, σκαρφαλωμένον σὲ πανώρια Ἑλληνικὰ βουνά κι ὕστερις εἰκόνες ἀπρόσιτες ἀπὸ μορφές ἱερειῶν τῶν Θεῶν εἰς τ’ ἀντίκρυ πλακόστρωτον νὰ σκαρώνῃ…τυχαία τὸν ἐσυνάντησα, τὸν ἄνεμον σὲ φυγὴν νὰ κουμαντάρῃ, καθὼς ἀλαφιασμένη ξοπίσω μου ἔσβηνε ἡ νόθα ἐντροπής…Κραττοῦσα μονάχα θυμᾶμαι εἰς τὰ χέρια, τοῦ Φοίβου μιὰ χαμογελιά, ποὺ ἡ μιά της ἀκριά, εἰς τὸν κόσμον τῶν χειλιῶν σου ἐφώλιασεν…Τυχαία τὸν ἐσυνάντησα μιὰν ὥρα τοῦ χρόνου μου ποὺ ἐφώναζε τότες:

Γυναῖκα, γυναῖκα, νὰ σταθῇς σοῦ ζητῶ,

νὰ σὲ τιμήσῃ ὁ λόγος μου

κι ὕστερα νὰ βαζίσω είς τὸ φωτεινόν μου ξαστέρωμα.

Μὴν θαρρεῖς γυναῖκα πὼς τάχα εἶμαι Ἐραστής…

ὄχι Γυναῖκα μὴν νὰ χαρῇς…

μονάχα Ἔρωτας εἶμαι ὑγιής,

κι Ἐσὺ Ὡραία, ὡς Ἔρωτας Ἀρχή…

 

 

 

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς

Ἕλλην

11-2-2013
Συνεχίστε την ανάγνωση »

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Καλημέρα


Καλημέρα

Σὰν χάδι ἤρεμου γιαλοῦ
καὶ σὰν βροχῆς τὴν εὐωδιάν,
σοῦ στέλλω καλημέραν.

Σὰν ἡλιακτὴ εἰς τὰ μάτια σου
κι ὁ ξυπνημός σου ἀστροφεγγιά,
ἡ καλημέρα μου ἀγκαλιά.

Εὐχὴν σοῦ στέλλω ἀπὸ γάργαρα νερά,
σὰν χιόνι ποὺ ᾿ναι ἀπὸ παιδικὴν πρωτομαρτιὰ
κι εὐχὴν βλαστὴν ἀπὸ πρωτανθὸν σὲ μυγδαλιά.

Ὁρίζω τὸ γλυκὺ ξημέρωμα,
νὰ ὑμνῇ τὰ χείλη σου κάθε πρωινόν,
μὲ πρωτογεννημένην τ’ ἀνέμου ὠδὴν
κι ἀπὸ τ’ ἀνθιὰ τοῦ ἔρωτα,
τὴν μίαν ἀκριοσταλιάν.

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
28-5-2012


Συνεχίστε την ανάγνωση »

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Τὸ περιβόλι τοῦ Ἔρωτα

 
 
 
 
 
 
Τὸ περιβόλι τοῦ Ἔρωτα
 
Ὦ, Ἐσὺ Οὐρανὲ τῶν Θεῶν,
Ἔρωτα ποὺ τὴν ψυχή μου,
μὲ πόθους στολίζεις ὡραίους,
ὦ, γλυκιά μου τῆς ζωῆς Ἄνοιξι,
Ἐσένα εἰς τὸν ὕπνον μου ἀντίκρυσα,
πὼς σ’ ἔλουζε ὁ ἥλιος
κι ἐθαύμασα!
 
Τὰ χρώματα ἐθαύμασα ὁπ’ ἐστόλιζαν ἀνθιά,
σὲ κρήμνιους ἄκριους βράχους γεννημένα,
ἀπὸ ἐλεύθερην βροχὴ κι ἀνέμελα ἀνέμια βυζαγμένα.
Καὶ ὑψηλότερα, χιόνι λευκὸν παντοῦ,
ἀπὸ Σὲ κεντημένον ἀνάλαφρα,
μὲ ὑφάδια μεταξένια καὶ μῦρα.
Δροσιὰ ἀπὸ νερὰ ὁπ’ ἀγάπαες,
ἀνάμεσα ὁπ’ ἔτρεχαν σὲ φῶς καὶ σκιές.
 
Κι ἔφερεν τὸ ῥυάκι ἐτοῦτον,
ἀπὸ γλυκοὺς καστανόκαρπους πέταλα·
ἕνα κορμὶ γενομένα μὲ βασιλικὲς ἀνεμῶνες,
λευκόχρυσα χαμόμηλα
κι ἐρημικὲς ὀρεινές γαλάζιες μαργαρίτες.
Ἀπάνω του ἐταξείδευαν σπίνια καὶ μέλισσες,
ἴσαμε τὴν ἄλλην ἰσάδα τῶν βράχων…
γύρω, χιόνι λευκὸν παντοῦ.
 
Πιὸ πέρα, πότες ἀνέβαιναν, πότες κατάχαμα ἔβλεπα
κόσμον ἀπὸ πεταλούδια, ὅλα σὰν τὸ ξημέρωμα ὡραῖα
καὶ μονάχα ἕνα εἰς τὸ κέντρον λευκόν,  πιότερον ἀπὸ λευκόν…
Πλάι του, εἰς τὸ κόρτε μιᾶς ἐλαφίνας λυγερῆς,
ἕνα κλαρὶ ὅλον ἀπὸ φῶς,
ἴσα ποὺ ξεπρόβαλλε πίσω ἀπὸ τὸν κισσόν,
χρόνους τώρα ὁποὺ ἔζηε, εἰς τὴν γῆς τ’ ἀνυχτέρωτου πλατάνου
κι ἐφύλαε μέσα του φωνές,  ὁπ’ ἔκρυβαν τ’ ἀρσενικὰ χελιδόνια…
Ἕνα λακκούβι ἦταν, τόσον δά!
Ἴσαμε ἑνὸς μωροῦ τὴν παλάμην…
 
Δὲν μ’ ἄφηνε τὸ χρῶμα του νὰ ἰδῶ!
Τόσον τὸ Φῶς! Μ’ ἐτύφλωνε!
Κλεφτὰ εἶδα πλάι του τὴν φαρέτρα
καὶ γλήγορα ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου άλλοῦ!
Ἦταν τὸ ἕνα σου λαμπρόν,
τὴν ἄκριαν τῆς σαίτας, μέσα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ περβολιοῦ ἐβύθιζεν!
Τὸ ἔβγανες μὲ τ’ ἄλλον σου λαμπρὸν
κι ἄπειρος γύρω ἡ φύσις ἔγινε,
ὦ, χαῖρε ποὺ ἔλεγεν!
 
Χαμογέλασες Θεέ,
κατάστηθα μὲ χτύπησες κι ἤμουν παιδί,
ἀπὸ χρωματισμοὺς κι ἔρωτα , ὀρφανόν…
μήτες αἷμα, μήτες λυγμός,
παρὰ χαρά, ζωὴ ὁλάκερη ἕνας ὕμνος.
 
Κι ἔτσι ἐπέρασα τὴν νιότην, εἰς τὸ περιβόλι σου Ἔρωτα,
μὰ καὶ τὰ τωρινά μου χρόνια.
Δὲν ἄνοιξα ματὰ ἀπὸ τότες μάτια,
μὴν κόσμον ἀλλοῦ ἰδοῦν.
 
Ἄσε με περιβολάρη Ἔρωτα,
ὅπως σὲ γῆς ἤμουν ἀνθός,
ἔτσι έκειᾶ νὰ μαραθῶ…
 
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
31-1-2013

Συνεχίστε την ανάγνωση »