Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Δὲν μὲ νίκαε, δὲν τὸν νίκαγα.




Δὲν μὲ νίκαε, δὲν τὸν νίκαγα.


Κι ἔτσι, πίνοντας ῥακιὲς
καὶ ἀνάμεσά τους μπέρμπον καὶ φτηνὰ κονιάκ
ἐπροσπάθαγα τὸν διάολον νὰ ξορκὶσω.
Δὲν μὲ νίκαε, δὲν τὸν νίκαγα.

Ἐπαὲ ἐκαθότανε στὰ μυαλά μου,
ἀνάμεσις στῶν ματιῶν μου τὰ ῥιζὰ
κι ἔβγανε μονάχα ἐκεῖνον τὸν ἦχον...
πότες κραυγὴ ἤτανε θαρρεῖς δαιμονισμένης ἱέρειας
καὶ πότες γλεντώντας
ἄφηε τὰ τέσσαρα τοῦ κορμιοῦ του στήθια νὰ μὲ μαγέψουν…
Ἔτσι μᾶς εὕρισκε τὸ φῶς
καὶ ἔτσι ἡ νύκτα μᾶς ἔστεκε πλάι.
Δὲν μὲ νίκαε, δὲν τὸν νίκαγα.

Μὰ ἐπολέμαγα καὶ ἤμουν ὅλος νιότην,
ἀγρίμι, τοῦ ἐκαθόμουν στὴν ῥάχη
κι ἐπροσπάθαγα ἀνάμεσα στὰ σκέλια μου,
τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν ὀργήν του νὰ πνίξω.

Μ’ αὐτό, λὲς καὶ ἐξεψύχαε,
ὄρθιον ἐστεκότανε
κι ὕστερις ἐκάθιζε στὴν γῆς·
ἄκουα τὴν φωνή του νὰ μαστίζῃ τον ἄσφαλτον
κι ἄφηνε μίαν μυρουδιὰ τὰ σωθικά μου νὰ τρυπάῃ.
Ἤτανε τότες ποὺ μαζύ μου ἐπάλευε ἡ αὐγή,
νὰ νικήσῃ τὸ ἰδικόν της διαβόλι…
κι ἐτρώγαμε τὴν γῆς,
μὲ τὸ φῶς νὰ μὲ θρέφῃ
κι αὐτὸ νὰ ὑπάρχῃ σιωπηλόν,
σ’ ἐμᾶς παραδομένον.
Δὲν μὲ νίκαε, δὲν τὸ νίκαγα.

Διαβόλια μοῦ ἔκαμνε καὶ μαγικά.
Τὸ τριχωτὸν τῆς κεφαλῆς μου ἔπαιρνε
καὶ θαρρῶ πὼς τὶς νύκτες,
ἄσπριες πὼς ὅριζε τὶς ἀκριές μου.
Κι ἐγὼ τότες ἐπάνω στὴν ῥάχιν του ἐπολέμαγα.
Κάποτες ἔφερνε κατὰ πάνω μου τὴν βροχή νὰ μὲ καταδιώκῃ,
μὰ δὲν μὲ νίκαε
καὶ πότες ἔβανε τὸν ἥλιον,
 νὰ κάψῃ τὸ πέτσινον τομάρι ποὺ ἀπὸ παιδὶ ἐφοροῦσα.
Καὶ κάποτες ὀρθὸν καὶ ἄγριον εἰς τὴν γῆς μὲ πετοῦσε.
Δὲν μὲ νίκαε μά,
δὲν τὸ νίκαγα.

Καὶ τότες θυμωμένος ἔφευγα
κι ἔβανα τὰ ποδάρια μου κάτω νὰ εἶναι στὴν γῆς.
Μὰ σὲ κάθε πάτημά τους,
αὐτὸ γύρω μου ἦταν, παντοῦ,
πότες οὐρλιάζοντας, ἀφήνοντας τὰ σημάδια του κάτω
καὶ πότες τὸ τετράψυχον κορμί του ἐτραγούδαε
καὶ πάλι ἐμέναν ἐμάγευε.
Τότες ἐπάλευα πάλι, μανιασμένος ἐπάλευα
καὶ τὸ κράταγα στρατιώτην τῆς ζωῆς μου ἐνόμισα,
γυναῖκα ποὺ ἐλήστευε τοὺς ἔρωτές μου,
τὸ ζεστὸν γαργαλητὸν στ’ ἀχαμνά μου.
Πόσες θαλασσινὲς ἀκριὲς μᾶς ἐζήλεψαν
καὶ πόσα πρωινὰ τῶν ἀνέμων ξυπνήματα μᾶς ἐπόθησαν ἄραγε;
Πόσους φίλους ἐπροσπέρασα ποὺ ἔχασα,
τί μέγεθος πληγῶν ἀπέκτησα ἄραγε;
Πῶς τῶν ἄλλων τὰ μάτια ἐτάραζες,
σὰν μὲ σπῖθες ἐστόλιζες τὴν ἄσφαλτον σερνόμενος
κι ἀκολουθοῦσε τὸ σπασμένον κορμί μου ποὺ μόνον γιὰ ἐσένα νοιαζόταν;
Ποιὸ θηλυκὸν ἔχω λαχταρήσει τόσον,
ποιὰ φορεσιὰ καμαρώνει ἐπάνω μου,
ποιὸ χαμόγελον, ποιὰ χαρὰ καὶ θλῖψις ποία,
ποιὸ δάκρυ τόσον ἐλεύθερον ὑπῆρξε εἰς τὰ πάλεμά μας;

Ὦ βρὲ διαβόλι, τῆς νιότης καὶ τοῦ γήρατός μου,
σὲ μίσησα, σὲ λάτρεψα,
μὰ τώρα πιᾶς συμπάθα με,
θὰ πιῶ μίαν ἀκόμη ῥακί,
θὰ κλάψω…
καὶ θὰ γείρω ν’ ἀποκοιμηθῶ…

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
13 – 11 – 2017
03:15 πμ.

Ἀφιεροῦται στὰ μεγάλα παιδιά,
ποὺ ἀκόμη ταξειδεύουν
μὲ τὴν «Πρώτην Κυρία»,
ἀνάμεσα στὰ  σκέλια τους….




Συνεχίστε την ανάγνωση »

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Tαξείδεψες ἀπὸ τὶς πέρα ὧρες




Tαξείδεψες ἀπὸ τὶς πέρα ὧρες

Τρέχει τὴν ὥρα ὁ νοῦς μου
καὶ εἶναι μονάχα ἀκόμη νύκτα,
μακρυὰ τὸ ξημέρωμα,
μακρυὰ τὸ φῶς εἶναι
καὶ πάλευα μὲ σκυλιὰ καὶ χρόνο.
Νὰ ξεφύγω ἤθελα,
ἀπὸ τὰ τρεχαλητά τους.

Καὶ εἶναι μονάχα ἀκόμη νύκτα
καὶ ὅλα τὰ ἔβλεπες,
μὲ φῶς μικρὸν 
καὶ γνῶσιν εἰς τὰ χέρια,
ἤσουν πίσω ἀπὸ τὶς ὧρες …
μισὴ ἔρωτας, μισὴ ἔρωτας.

Καὶ ἦταν βρόγχος βαρύς,
ἀνήφορος ἤχους γεμᾶτος,
βγαλμένος ἀπὸ τὴν άποκοιμισμένη μου μιλιὰ 
καὶ οἱ ὧρες,
ἔφεραν μὲ θρίαμβον ἐμπρός μου νὰ σταθῇ,
ἤχος ἠγέτης.

Καὶ πάλευα μὲ σκυλιὰ καὶ χρόνο.
Νὰ τρέξω σὲ χώματα ἤθελα ἐλεύθερα
καὶ εἶχες φωνές,
καὶ φῶς εἰς τὰ χέρια μικρὸν
καὶ ὅλα τὰ ‘βλεπες 
καὶ δίπλα σου μὲ τάξιν ἡ γνῶσις ἀφημένη,
μισὴ ἀνοικτή … μισὴ σφαλιστή.

Καὶ ὀρθός,
μισὸς μὲ γνῶσιν , μισὸς μὲ γύμνια,
νὰ κρύψω ἀπὸ τὶς ὧρες,
τὸν ξυπνημό μου ἤθελα.

Καὶ τότες,ἦλθεν ἡ ντροπής!
Ἄνοιξε τὸ παγωμένον τῆς νυκτὸς κορμί,
καὶ μέσα της, ζωή.
Γέννημα ἦταν τῆς βραχνῆς φωνῆς 
καὶ τῶν ξανθῶν τῆς γῆς χρωμάτων.
Τ’ ἀγκάλιασες,
τὰ φώλιασες εἰς τὸν κόρφο τῆς ἰδικῆς σου ζωῆς,
καὶ τότες εἶπες,
πὼς ἡ γνῶσις σὲ ἐξάντλησε.

Καὶ ἀμείλικτη πάλι,
εἰς τῆς παγωμένης νυκτὸς 
μέσα εὐρέθης τὸ κορμί,
ἀφήνοντας σὲ πέλαα γαλήνης τάξιν καὶ γνῶσιν,
νὰ τὸ κατασπαράξῃς θέλησες.

Πάλευα μὲ τὶς ὧρες καὶ τὸν χρόνο,
νὰ πάρω τὴν ζωὴ ἀπ’ τὰ χέρια σου,
μὰ δὲν τὴν πρόφθασα.
Σιώπησε αὐτὴ 
καὶ ταξίδεψε κάπου 
πίσω ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φωνῆς σου.

Τότες,
πρόσταξες τὴν εὐγένειάν σου,
τὴν ὀδήγησες νὰ σταθῇ ἐμπρός μου,
καὶ ἄφησες τὰ ἴχνη τῆς ζωῆς,
νὰ μὲ παρασείρουν εἰς τὴν ἰδικήν μου ζωή.

Νύκτα σὲ ἐγνώρισα.
Ταξίδεψες ἀπὸ τὶς πέρα ὧρες,
καὶ ἦλθες ἀντίκρυ τῆς φοβισμένης φωτιᾶς νὰ σταθῇς.
Τότες ἦταν πού,
τῆς θαλάσσης τὰ βάθη,
ἔφεραν τὴν κρυμμένην τους πνοή νὰ γευθῇς
κι ἐγὼ ταραγμένος, 
ἀνάμεσα σὲ φοβισμένη φωτιὰ 
καὶ καλοσώρισμα τῆς πέρα ὥρας,
δίπλα εἰς τοῦ Διονύσου τὰ δροσερὰ μαγέματα, ὲθαύμασα....


Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
21-10-2011
Συνεχίστε την ανάγνωση »

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017



           Γεννήθηκα καὶ εὐθὺς εὑρέθηκα σέ ἀπέραντον νὰ κολυμπῶ ὠκεανόν, 
ἀγνοώντας πὼς κάπου ἀπέναντι θὰ εὕρω στεριά… 
Καὶ τώρα ποὺ πλέον ἑλίσσομαι ἀνάμεσα σέ ξέρες καὶ ἄγρια βραχοτόπια, 
ἔχοντας χάσει κάθε δυνατότητα ἐπιστροφῆς 
εἰς τὰ βαθειά, καθάρια καὶ ἄπατα νερά, 
δὲν δύναμαι νὰ πείσω τοὺς νέους κολυμβητάς, 
πὼς ἡ ὄμορφη αὐτὴ διαδρομή, 
κάπου τελειώνει…


Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
9-9-2017
Συνεχίστε την ανάγνωση »

Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Ἐλεύθερος Ἐραστὴς





Ἐλεύθερος Ἐραστὴς

Ἤθελα νὰ κυττάξω μέσα εἰς τὰ πράσινα, 
τὰ γαλάζια, τὰ πορφυρά σου.
Ἤθελα νὰ μυρίσω τὶς βουνοκορφές, τὶς θάλασσες,
νὰ μυρίσω ἤθελα τὴν καρδιά σου.
Ἤθελα νὰ γευθῶ τὸ κορμί σου,
τὰ χεὶλη μου πλάνη νὰ μὴν γνωρίσουν ξανά.
Ἤθελα τὸ δέρμα σου ν' ἀγγίζῃ τὸ δικό μου, 
ὅταν τὰ βήματά μου σκίζουν τὸν πόνο σου.
Ἤθελα μέρος, κομμάτι ἰδικόν σου νὰ ξαναγίνω,
ἡ ἀγκαλιά σου σύμπαν ἁγνόν, 
νὰ μὲ δεχθῇ...
Ἤθελα νὰ γεύομαι τὸ φῶς,
ὅταν τὸ γυμνὸν κορμί μου, ταξειδεύει ἐπάνω σου.
Ἤθελα ὁ ἥλιος ἐραστής σου νὰ συμπαθῇ κι ἐμένα,
ἡ λάμψις του χάδι νὰ εἶναι δικό μου.
Ἤθελα μόνον ἐσένα Χῶμα μου καὶ τὸ χρυσαφένιον τοῦ ἡλίου κορμί.
Ἤθελα ἡ ἀνάσα μου γεμάτη θυμάρι καὶ ἁγιόκλιμα νὰ ᾿ναι.
Ἤθελα ὁ ἀγέρας, κι αὐτὸς στολίδι ἐπάνω μου νὰ ᾿ναι.
Ἤθελα τὶς Κυριακάδες στὶς ξέφωτες ὀμορφιές σου,
ἐνδεδυμένος καμαρωτὰ τὴν ἐλευθερία,
εἰς τὴν ἀγκαλιά σου νὰ πέφτω.
Ἤθελα δάκρυα μόνον χαρᾶς γεμᾶτος νὰ εἶμαι.
Ἤθελα ἐρωμένη τοῦ φωτὸς Ἑλλάδα μου,
νὰ  ᾿μαι ὁ ἐλεύθερος ἐραστής σου,
γεμᾶτος θυμάρι κι ἁγιόκλιμα,
μὲ πράσινον χρῶμα καὶ γαλάζιον
καὶ πορφυροῦν τοῦ ἡλίου δάκρυ·
καὶ βουνοκορφὲς ἀγκαλιά μου νὰ ᾿χω
καὶ πέλαγα γαλάζια
καὶ νερὰ καὶ κρυστάλλια νάματα πηγῶν,
μὲ λουσμένες νεράιδες καὶ νούφαρα εὐωδιαστὰ
καὶ δροσιὲς ὄμορφες,
ὄπως τὸ χάδι τοῦ Ἔρωτος
καὶ τὸ χαμόγελον τῆς ἐρωμένης του Ψυχῆς
καὶ ἡ Ἔριδα νὰ ᾿ναι μὲ θλῖψιν,
ὁ Ὄλυμπος σιωπηλός,
καὶ δόρατα νὰ ᾿χω καὶ ξίφη τοῦ  Ἡφαίστου πολλά.
Ἤθελα Ἑλλάδα μου...

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην.
4-9-2010
Συνεχίστε την ανάγνωση »

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Γῆς ὀρφανὴ




Γῆς ὀρφανὴ

Εἰς τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα,
περπατώντας μὲ δροσούλα,
ἐσυνάντησα μίαν κόρη,
ὅμοιαν μὲ τὴν αὐγούλα.

Τραγουδοῦσε εἰς τὸν δρόμο,
κι ἔλεγε γιὰ τὴν ζωήν,
πὼς τὴν ξέχασεν ὁ κόσμος,
πὼς δὲν ἄκουε φωνήν.

Ἦλθεν δίπλα εἰς τὸ αὐτί μου,
νὰ μοῦ ψιθυρίσῃ μυστικόν,
- ἡ παιδεία εἶμαι, μοῦ εἶπε
κι εἶχε μέγιστον καημόν.

Κοντοστάθηκε γιὰ λίγο
κι ἔβγαλε ἀναστεναγμόν,
-δὲν ἀναγνωρίζω πλέον
τί, ποῖον εἶναι Ἑλληνικόν.

Χαρακώνουν τὸ κορμί μου,
μὲ ἀνύπαρκτον γραφὴν
καὶ ἀφήνουν τὸ παιδί μου
μόνον, νὰ λησμονηθῇ.

Κι ὅλον κλαίω πιὰς μ’ ἐτοῦτα,
διότι ὅλοι εἶσθε τυφλοί,
ἐὰν χάσω τὸ παιδί μου,
θὰ ᾿ναι ἡ γῆς σας ὀρφανή.

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
30-4-2012

Συνεχίστε την ανάγνωση »

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Ὄνειρον





Ὄνειρον

Σὰν πειρατὴς πιὰς γερασμένος,
σ’ ἕνα γεμάτον λάφυρα νησί,
γέρνω ν’ ἀποκάμω ἐρωτευμένος,
πότες μὲ ἥλιον, συνεφιά, βροχὴ
κι ὅσον ἀπέμεινε γλυκὸν κρασί.

Κερνᾶ με σὰν πατῶ τὴν γῆς ῥοῦμι ὁ λοστρόμος
καὶ πίνω το σὲ κοῦπα καρυδένια·
ἡ θάλασσα ἐμπρός μου σμαραγδένια
κι ὀρθὸν μὲ χαιρετᾶ ἡ ἁρμύρα,
σὰν μάνα ποὺ ἡ εὐχή της λέει, δὲν εἶσαι μόνος.

Ἕνα πουλί, θαλασσοπούλι, τὸν οὐρανὸν χτενίζει,
καμμιὰν ἀκτὴν ἴσως ὀνειρεύεται κι αὐτό,
ποὺ ὅλου τοῦ κόσμου τοὺς γιαλοὺς ἔχει γνωρίσει·
κι ὅσον σὲ ξένην γῆ κι ἄν πῆγα κι ἄν μπαρκάρησα
πάντα τὸ βλέπω ἀπ’τὴν πρῶρα νἆναι ἐμπρός.

Ὕστερις μένει σ’ ἕνα δεῖλι μόνη ἡ ὀμορφιὰ
ποὺ ἑτοῦτος ἐγέννησεν ὁ τόπος·
ἔχει τὰ χείλη θεϊκὰ καὶ μελωμένα,
χαμόγελον ἐρωτικὸν ὡσὰν μωρὸν,
ἀμάτια ἔχει Θέ μου ἀμυγδαλωτά.

Ἡμέρωσε κι ἐλάμπουσε ἡ ματιά της,
γιὰ λίγο ἐστάθη πάνω ἀπ’τὸ ἔρμον λιθονήσι
κι ἔπειτα ἐβυθίσθη εἰς τ’ ἄπατα τοῦ λογισμοῦ νερὰ
κι ἐπέταξε μετὰ ὑψηλά, εἰς τοῦ  ἡλίου ἐπέταξε,
εἰς τοῦ οὐρανοῦ τὴν ἀγκαλιά.

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
19-4-2017
Συνεχίστε την ανάγνωση »

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Ὁ λόγος ζωή




Ὁ λόγος ζωή

Ἦταν μισὴ σκοτεινιὰ ποὺ τὸν ἥλιον
ἐπάλευε·
νὰ καταπιῇ ζητοῦσε τὴν ἄλλην
φωτεινὴν
καὶ γκρίζον ἀντίκρυ ἦλθεν
ὁπλισμένον,
στρατιὲς τὰ μῶβ,
τὰ πορφυρὰ  τὰ κίτρινα,
πόλεμος…

Νίκην ἐζητοῦσε ἡ σκοτεινιά,
νίκην
καὶ μὲ βροχὴν εἰς τὰ πέλαγα τρόμον
ἔφερε·
μὲ ὁρμὴν ἐστάθη εἰς τὴν γῆς ἀπάνω
καὶ βρόντηξε φωνὴν τῶν τάφων,
ἴσαμε τὶς πούλιες
καὶ τὶς πέρα φωτιὲς ν’ ἀκουσθῇ.

 Ἥλιε, ἥλιε,
χάχάχάχάχά…
καὶ μέσα ἀπὸ τὸν γέλωτα
ὁ νέκυος ὀρθώθη ἄρχων·
κύτταξε μόνον αὐτὸς τὸ φῶς κατάματα,
ἔφτυσε
κι ἄνοιξαν οἱ τάφοι
ζητώντας ἀπὸ τὴν δροσιά του ζωήν.

Μύρισε ἡ γῆς νέκυον χῶμα,
μύρισε ἡ γῆς τῶν τάφων
τ’ ἀνεύλογον ἄνοιγμα
κι ἀκούσθη σὲ μιὰ τῆς σιγαλιᾶς στιγμήν,
οἱ τρεχαλιὲς τῆς τρομαγμένης ἀνοίξεως
νὰ χάνονται σὲ ὑγρὴν σκοταδιασμένην
τοῦ Ἀπρίλη αὐγήν·
μύρισε τοῦ βουνοῦ ἡ πλαγιὰ
καὶ ὁ τῆς γῆς ὀμφαλός…
τότες πρωτόδα
μαῦρα νέκυα γύρω τους μάρμαρα
μὲ ἡδονὴν νὰ γεύωνται
τὸν λόγον τοῦ σκοτεινοῦ ἄρχοντος.

Στάθηκα δυὸ μονάχα πατήματα
δίπλα εἰς τὸ γηραιὸν σοφὸν ξάνθισμα·
ἔκλαια, ἔκλαια, ἔκλαια…
σάρκα σάρκαν ἔτρωγε,
ἔπνιγε πνοὴ τὴν πνοήν,
μαύρη ἦταν ἡ βροχὴ
καὶ σκοταδιασμένη ἡ δόλια χιόνα,
τάφωνε τὸ χῶμα
τῆς κάποτε λεύτερης παγγαίας·
μονάχα ὁ σοφὸς ξανθιστὴς γηραιός,
λόγος παλαιός,
φὼς ζωντανός.

Ἴσαμε τῆς σελήνης τὰ λακούβια
καὶ πέρα ἀπὸ τὰ πέρα πέλαγα τῶν φωτεινῶν
ὁ λόγος ζωντανὸς
ἔκλαιε, ἔκλαιε, ἔκλαιε…
καὶ τὸ χῶμα τὰ δάκρυα ἒχώνευε·
θἆταν θαρρῶ τοῦ Μάρτη κάποιον δείλι
μὲ μαβιὰ παιδούλα ἀπεσπερίδα,
ὅπου τότες ὁ λόγος φῶς
μέσα κρυμμένος σπόρος ἦταν
σὲ νοτισμένον λεύτερον χῶμα.
Ὅσον μιᾶς πνοῆς  τὸ μπόι ἐστηλώθηκε,
κύτταξε τὴν ἄκρην σκοτεινιὰ χαμογελώντας
καὶ πλάι ἔγειρε εὐτυχισμένος,
ἀκούοντας τὸ χαῖρε ἥλιε
χαῖρε ἀνέρα φῶς,
ἀπὸ τὶς βλαστιὲς τῶν γύρω σπόρων κορφές.

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
30-12-2011
Συνεχίστε την ανάγνωση »