Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ

Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ

Ἡ ἡρεμία τοῦ δάσους
εἶχε ἁπλώσει τά χάδια της,
ἐπάνω εἰς τὶς πανέμορφες κόρες της,
τὰ δίδυμα κοριτσόπουλα μὲ τὰ χορταρένια κορμάκια
καὶ τὰ λευκὰ σὰν χιόνι χεράκια τους.

Ὁ ἥλιος,
χρόνους πολλοὺς ἄφηνε τὴν κυρά - γῆς,
τὴν παρέδιδε εἰς τὰ χέρια τῆς Ἑκάτης
καὶ ὁλονυκτίς,
κεντοῦσε μὲ τὸ ξανθόν του αἷμα,
νὰ στολίσῃ ἤθελε μ’ αὐτό,
τὰ κεφαλάκια τῶν κοριτσιῶν·
πατέρας τους πὼς εἶναι θαρρῶ,
ὁ Οὐρανός,
τὸν βλέπω εἰς τὰ μάτια τους.

Κρυμμένες εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ δάσους,
μακρυὰ ζοῦσαν ἀπὸ τὶς μάγισες τὴς ζωῆς,
συντροφιὰ μὲ ἄνθη λυγερά,
τὸ βρεγμένον χῶμα,
τὸ κελάρισμα τῶν νερῶν
καὶ τῶν πουλιῶν τὴν αὐδήν...

…ἦταν καθιστὲς εἰς τὴν χαρὰν τῆς μικρῆς λιμνούλας
καὶ τὰ φτερὰ εἰς τὰ ποδαράκια τους,
γαργαλοῦσαν τὰ παιγχνιδιάρικα νερά,
ὅταν κραυγὲς ἔκαναν τὸ δάσος νὰ δακρύσῃ.

Ἦλθεν ἀλαφιασμένη ἡ Εὐτυχία,
πιασμένη σφιχτὰ ἀπὸ τὸ χέρι τῆς ὡραίας Ἑλάτης,
καὶ μὲ τῶν πουλιῶν τὸ κελάηδισμα,
θρῆνος κι αὐτὸς εὐγενὴς ἀκόυστηκε…
- παιδιὰ, τρέξτε,
τρέξτε γρήγορα παιδιά μας.

Ἡ μικρὴ Εἰλικρίνεια,
πετάχθηκε μεμιᾶς,
ταράζοντας τῆς λίμνης τὰ νερὰ
καὶ ἄρχισε νὰ τρέχῃ,
κατὰ πὼς ὁ ἥλιος τὴν εἶχε ὀρμηνέψῃ,
μὰ ἡ μικρούλα Ἐμπιστοσύνη,
εἶχε ἀφήσει τὶς παιδούλες μαργαρίτες
νὰ κρύψουν τὸ κορμάκι της
καὶ εἶχε ἀποκοιμηθεῖ.

Εὐθὺς,
ἀφήνοντας τὸν μικρούλη καταράκτην πίσω φρουρόν,
τὴν ἅρπαξε τὸ κελάρισμα τῶν νερῶν τῆς λίμνης,
καὶ ἄρχισε πρὸς τὸν Οὐρανὸν νὰ τρέχῃ·
μὰ ἦταν ἤδη ἀργά.

Πάνοπλη ἡ Ζήλεια,
ἐστάθη γίγαντας ἐμπρός τους
καὶ μεμιᾶς,
μὲ ξίφος ἀπ’ ἀτσάλι τρομερόν,
λάβωσε τὸ κελάρισμα,
πνίγοντὰς το μέσα εἰς τὴν ἀγκαλιὰν τῆς μητρός του λίμνης,
καὶ κραττώντας τὸ κέντημα τοῦ ἡλίου
μὲ τὸ ᾿να της χέρι,
μὲ τ’ ἄλλο καρφώνει τ’ ἀτσάλι,
εἰς τὴν τρομαγμένην καρδούλα τῆς μικρῆς Ἐμπιστοσύνης.

Κατέρρευσεν τὸ δάσος,
καὶ ἡ Ἐλάτη χάνοντας τὸ χρῶμα της,
λιποθυμᾶ,
ἀφήνοντας τὴν Εὐτυχίαν μονάχη.
Τρέμει ἡ γῆς καὶ τὸ δάσος καίγεται.
Φτύνοντας ἡ Ζήλεια φωτιά,
στέκει ἀντίκρυ ἀπὸ βράχον σκληρὸν
καὶ καίγοντας τοὺς ἀνέμους
καὶ τοῦ ἡλίου τὶς πρωινὲς δροσιές,
βιάζοντας τὴν γερασμένην κυρὰ - γῆν,
προσπαθεῖ νὰ τρυπήσῃ μὲ τ’ ἀτσάλι,
τὴν πέτρινην καρδιὰ τοῦ βράχου,
ὅπου μέσα του κρύφθηκε
ἡ μικρὴ παιδούλα Εἰλικρίνεια.

Ὁ βράχος σκληρός,
ἀντέχει τὴν βίαν
καὶ ἡ Ζήλεια τρελλή,
θέλει νὰ μείνῃ γιὰ πάντα ἐκεῖ,
μὰ μέσα εἰς τὸ πέτρινον τοῦ βράχου κορμί,
ἀργὰ ἀργά,
ἡ πέτρινη ψυχὴ του κεντᾶ ῥοῦχον γρανιτένιον,
μὲ λευκὸν καὶ κόκκινον καὶ γύρω μὲ γαλάζιον
νὰ ῾ναι νυφικόν,
νὰ στολίσῃ τὴν μικρούλα Εἰλικρίνεια,
νὰ συντροφεύσῃ τ’ ὄνειρόν της,
νὰ γίνῃ αὐτὴ τὸ χάδι τῆς ἡρεμίας τοῦ δάσους θέλει,
καὶ μὲ τὸ μαγικόν της γρανιτένιον φόρεμα,
νὰ ζωντανέψῃ τὴν ἀνάσα
τῆς μικρούλας ἀδελφῆς της Ἐμπιστοσύνης.
Νὰ γίνουν τὰ δυό τους
βροχὴ τοῦ Οὐρανοῦ
καὶ τῆς Ζήλειας τὴν φωτιὰ νὰ σβήσουν.
Νὰ χαθῇ ὁ βράχος,
τῆς λίμνης νὰ γίνῃ πετράδι,
καὶ τῶν πουλιῶν τὸ κελάηδισμα
νὰ γίνῃ φιλὶ τῆς ζωῆς,
γιὰ τὸ χαμένο τῆς λίμνης κελάρισμα …

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην

3-6-2011

3 σχόλια: