Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Ὁ Ἄνθρωπος τῆς Ἀλεξανδρείας



 νθρωπος τς λεξανδρεας


Ες τν κριαν τν βρχων μερι,
μερικς δρασκελις σιμ ες τ κποτες ξακουστν λιμνι,
γρος πις, ρθς στεκμουν
κι ταν μπρς μου τ’ φροδιασμα το πελου
κι  ρωτας πο φκε,
νμεσα ες τ λαμπρισμα το ἡελου
κα τ τραγοδισμα π τν νωσιν το γιαλο
κι τοτης τς κρις τς γς.


Γς τανε περφανη,
πλημμυρισμνη π φς κα λγον ελογημνον,
π τ χμα βγαλμνον πο μ’ γννησεν
κα π χρνους παλαιος ταξεδι καμε
κι πο ατς χοσε,
ττες εθς γρω,
λιλουστον καλοκαρι σν παιδούλα τν καιρν τς νθοβολις της,
λουζε τν ζω μου.


Χαμογλασα κι σκρπισα γρω μου μμον,
πο ᾿χε φωλισει  μοιρη ες τς χοφτες μου μσα,
προσπαθντας ν σωθ π τν ργν τς μπουκαδορας,
κατ πς κα πτες θελε ατ ν φαν.
Χαμογλασα…
τ ποδρια μου  θλασσα βρεχε,
 δια πο κποτες χιδευε,
τσι, πως τρα δ, ξεδιντροπα,
τς λεξανδρεας τν νθρωπον.
Χαμογλασα…χ…
τ ραα πο χεις γκαλι, θλασσ μου ραα
κα πς μ ρωταν κρατες λεθερον τν ορανν
πνω ες τ κορμ σου
κα πς σν θλει τοτο, μεμις λευκνει;
Μονχα σνα  αγ τ χραμα ποζητ
κι φνει τς γννας της τ χρματα,
ν παιδιαρζουν μ τν ρμραν σου.


Κι στερις τν πλλωνα καλωσορζει,
πρν Ατς σταθε καθριος ντκρυ σου ραστς.
Μ κα πρν λγο, σν  νκτα τ φς κατεδωκε,
χαμογελοσα σν βλεπα ες τ πρα μρη σου,
τ ζηλευτ, τ’ ρμυρομριστα πελη σου,
μετωρον ν πλέῃ τ φεγγρι
κι ναρωτιμουν ττες,
ν σουν μονχα θλασσα,
μν σουν κι ορανς…


τσι ξεκινοσε  ἥλιος τν γς ν φλερτρ
κι στερις  βροχ τν φρονμευε
κα ο νμοι τς ψιθριζαν πς ατ ταν τ πτημα,
πο τν νθρωπον γνρισεν.
Μι πανρχαια λμνη τροφς  ζω, μεγλη·
κα πτες νοφαρα ο λξεις ταν
κι στλιζαν τ καταλγιασμα π’ τ’ γρι,
πτες μονχα γριδαν μ ψιν φοβερν,
πο σχιζαν τν ρεμδαν τν νερν
κα μο ριζε τ βδισμα…
κι ταν κμη μακρς  δρμος.


Κα ταν παντο τ γρμα κι κατδεκτη  γς,
 λιος σκοτεινς χωρς λμψιν
κι χτδες γερμνες σαμε τ πλι τν μων του
κι λγυρ του Θ μου… Θ μου,
τρυγοσαν νραστα κμη τ δελφνια,
τ σκρπιον κεχριμπρι πις,
π τ μισοβυθισμνον του φς.
Κι χανε  μυρουδι του τς νμφες π τ’ γικλημα
κα τ ξσπριον το γιασεμιο
κα τ ῥὸζ τ λεθερα π’ τν νιφερτη μαβι μπουκαμβλια
κα το λευκο το κρνου τς καθριας πρωινς αγς.


Μ λην τν γλυκδαν ες τ χελη μου,
πο τ χαμγελν μου ζεστν,
φιλοτεχνημνον π τν νιδρον καλπασμν
το βασιλως τν ορανν,
γρισα τν πλτην μου ες τ βραδυνν τς θαλσσης φρεμα,
πνω του πο μρια κα μρια στρα ζωντνευαν
κα κυττντας τν γς κατματα,
μονχος μετροσα πλον τ πατματ μου,
πνω ες τς ζεστς κμη νασαιμις της.


κει γεννθηκα νθρωπος,
κει γεννθηκα λλην·
καὶ εναι τ βρος μγα τς κληρονομις!
Σν νθρωπος φελω ν παραμενω νθρωπος,
φο πρτα μθω τ ατ σημανει,
ζντας νμεσα σ ατ πο λνε καλωσνη το γνο, το πλο, το ραου
κα ες τν καλωσνην πο λγεται πς γεννθηκε μαζ μου,
π τν σχυρν γγαντα Χρυσν
κα τν θνατη κρη το κσμου τοτου, πλησταν…
Κα σν ν μν φθανε ατ,
πρεπε ν παραμενω λλην ως τ τλος,
μεταφροντας σ λλους νθρπους
ετε ατο μαζ μου ναζητον τν νθρωπον
ετε χι, τν Λγον.


Δν κατλαβα πς γειρε γι τ καλ τ φς.
χνς σκις σ ξεχασμνους τοχους ο λμπες τν δρμων,
μ δηγοσαν π σοκκι σ σοκκι,
ντκρυ ν σταθ π τς καλ στημνες πτρες κα χρματα,
πο ναμεσ τους πρν καμπσους χρνους,
κποιος πο γαποσε τ λετερον χμα τς γς,
τ γαλζια τν ορανν κα τς θαλσσης
πο λεθερους μονχα μριζε ἀέρηδες,
περιδιαβανοντας,
γνρισε τ σημανει νθρωπος, πληρνοντας τ νττιμον
κα γνοντας τν ρχονταν Χρυσν κα τν κυρν του πλησταν,
μς φησε τ σα κατ νον βσταζε, διαθκην,
λγον λληνικν κα Πανανθρπινον,
 νθρωπος τς λεξανδρεας…


«Πατρδα μου», θαρρ πς τν κοω ν λγ σιγαν,
μιλντας σ μουχλιασμνα ντουβρια…
κι ρθς δπλα ες τν γηρασμνην θλασσα,
πο ἐξεκουρζε κθε του σκψιν,
περπατντας πλι της,
κοω κπληκτος τν φων μου ν το μιλ.


- Πατρδα μου εναι τς Δλου τ φς
κα κθε τς γς χρμα πο θλει ν τ γεεται.
Τ εμορφον σπτι μου εναι  λγος,  γλσσα  λληνικ,
πο σν τς πραν τ πνεματα, τος τνους
κα κατβαθα τν Παιδεαν μου λβωσαν,
μο σφλισαν τ παραθρια
κα τρα ζαβς γυρν τν γς,
ναζητντας μσα ες τ σκτη τν χαμνην ενοιαν,
πο ξερζωσεν μ φρκην  νθρωπος π τν νθρωπον.
Κι ν πομεινρια φωτειν πρχουν ες τ χμα,
εχομαι τ’ σνδαλα βματ μου,
ν μεταφρουν ες τος τπους τος λευτρωτους,
τν ορανν τν λευτερι
κα τν τραχην τν αἰώνων συγκτοικν τους,
τν γς τν δτων.


Κθε πο κοω θλασσα τν γλυκ μουρμουρισμν σου,
χαμογελ
κι εναι  χαρ το νο μου λκερη μι δον.
Να, ξρω πς μο μιλς,
μ πς μου τρα πις,
πρν τ χμα μ κμ σντροφν του,
π μου θλασσ μου λεξανδριαν,
γεννθηκα νθρωπος,
μ εμαι νθρωπος;

« Ἐβραβεύθη μὲ ἔπαινον 14 Νοεμβρίου 2014,
ἀπὸ τὴν Εταιρεία  Λογοτεχνῶν Πάφου εἰς τὴν Κύπρον.» 

Δεσποτκης τς Δαμητρς
λλην


20-9-2013
Συνεχίστε την ανάγνωση »