Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Αὐγῆς ἱσταμένης τοῦ Νοέμβρη




Αὐγῆς ἱσταμένης τοῦ Νοέμβρη


Κομψὴ κι ἀέρινη Λυδία ἐσὺ θαλασσινὴ
καὶ αἷμα μου ἐσύ, σπέρμα, μῆτρα κι ἀδελφή,
ψυχὲς γεμάτη ἐσὺ καὶ ὄνειρα κι ἀπελπισιὰ
καὶ θλῖψιν, δάκρυα κι αὐτὸ ποὺ λένε προσφυγιά,
εἰς τὰ πέλαγα ἅπλωσες, εἰς τὰ γύρω καὶ τὰ μακρινά,
καθὼς τῆς Ἀλεξανδρείας τὸ φῶς σὲ ἔλουζε,
 τ’ ἀντίον καὶ ἡ ὕστατη ματιά…


Ὄμορφη ἡ πρώτη κόρη  ἀνέβαινε δειλά,
τοῦ ταξειδιοῦ τ’ ἀλάλητα τὰ σκαλοπάτια·
κι εἶχε ὁ γεροδημητρὸς τὸ χέρι της γερὰ βαστάξει,
μὴν καὶ κάποιος ἄνεμος νυκτερινὸς θαρρεῖς τοῦ τὴν ἁρπάξει·
κομψὴ κι ἀέρινη Λυδία ἐσὺ θαλασσινή.


Κι ἡ ἄλλη νήπια μικρὴ μελαχρινούλα,
δὲν ἐγνώριζε ἐμπρός της τὸν καημόν·
εἰς τὸ ἀτέλειωτον νανούρισμα ἦταν ἀφημένη,
Σμυρνιᾶς, ποὺ ἐπέζησε ἀπ’ τὸ φονικόν, κυνηγημένης,
μ’ ἀθῶα μάτια ἐσφράγιζε ἐτοῦτον τὸν διωγμόν·
κομψὴ κι ἀέρινη Λυδία ἐσὺ θαλασσινή.


Καὶ τώρα ἐτούτη ἐδῶ ἡ ἀνατριχίλα,
μοῦ ἔφερε τὶς μυρωδιὲς ἀπὸ ἐκειὰ ὁποὺ ᾿ταν γαληνεμένες,
μυρωδιὲς ὁποὺ ἡ κόρη ἡ πρώτη ἀναζητᾶ
κι εἶναι τὰ στήθια της γι’ αὐτὸ γερά, πικρὰ σφιγμένα.
Σὰν τότες, αὐγῆς ἱσταμένης τοῦ Νοέμβρη,
ὁπου τἀ μάτια της πρωτόδαν τὸ ξημέρωμα βουνά,
 βουνὰ  Ἑλληνικὰ
καὶ τρέχοντας θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴν λαμαρίνα·
κομψὴ κι ἀέρινη Λυδία ἐσὺ θαλασσινή.


Στέκει ἀκόμη ἀντίκρυ της τὸ πάτημα εἰς τὴν σκάλα,
τὸ βλέμμα τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ εἰς τὴν γλυκειὰν Πατρίδα,
τὸ δάκρυ ποὺ τώρα πιὰς περνᾶ εἰς τὰ ἰδικά της μάτια,
ἄσβεστον ἐκειὰ τῆς ψιθυρίζει,
 μὴν μὲ ξεχνᾶς, σ’ ἐγέννησα,
ἡ μάνα εἶμαι ἡ Ἀλεξάνδρεια·
κομψὴ κι ἀέρινη Λυδία ἐσὺ θαλασσινή…




ΥΓ: «Ἀφιερωμένον εἰς τὰ κοριτσόπουλα ποὺ ἐταξείδεψαν μὲ τὸ Λυδία,
Ἀναστασία καὶ Ἀσημίνα – Κρυστάλλω Δεσποτάκη.»

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
8-9-2016




Συνεχίστε την ανάγνωση »