Κόντευε νὰ ξημερώσῃ ὅταν ἄκουσα τὸν καλπασμόν.
Συνέχισα τὸ περπάτημά μου,
ἀναζητώντας τὸ ξάφνιασμα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ φωτεινοῦ εὐλογητοῦ.
Παντοῦ σκοτάδι.
Παντοῦ σκοτάδι.
Μονάχα ἡ γοητεία τοῦ καλπασμοῦ ἐφανέρωνε ζωὴ
καὶ οἱ σκέψεις μου γι’ αὐτόν.
Μὲ δυσκολίαν τὸ γυμνόν μου κορμὶ ἀνηφόριζε εἰς τοῦ Παρνασσοῦ τὶς σιωπηλὲς πλαγιές.
Κάποια σκόρπια ἀνεμώματα, εἶχαν τὸν δρόμον τους χάσει,
ξεδιάντροπα
τοῦ ἀνέμου χαϊδέματα ἦταν,
ποὺ πότες μὲ σκληρὴν παγεράδα καὶ πότες μὲ θέρμην καλήν,
ν’ ἀντισταθοῦν ἤθελαν θαρρεῖς εἰς τὸν πηγαιμόν μου.
Ἔβλεπα μὰ δὲν ἄκουα· δὲν ἄκουα τῶν ἀστεριῶν τὰ τρεχαλητά,
καθὼς ὅλα πίσω ἤθελαν νὰ κρυφθοῦν ἀπὸ τὴν ἤρεμη σελήνη
κι ὕστερα τὸν δρόμον μου νὰ κάνουν σκοτεινόν.
Κάπου κάπου, εἰς τῶν βράχων πλέον τὸ πάτημα, ῥιγοῦσε ἡ γύμνια μου
καὶ ἀπάνω της, ἀπὸ τὸ μέτωπόν μου κυλοῦσαν τοῦ κοπιασμένου μου πηγαιμοῦ οἱ στάλες.
Κόντεψα εἰς τὰ ὕψη νὰ πατήσω τοῦ Παρνασσοῦ,
ὅταν
ξάφνου ἐχάθη πίσω ἀπὸ νεφελωμένην τῶν οὐρανῶν ὀργὴν ἡ σελήνη,
ὅταν τρομαγμένα τρέξαν ξωπίσω της τ’ ἀστέρια,
ὅταν τρομαγμένα τρέξαν ξωπίσω της τ’ ἀστέρια,
ὅταν οἱ ἀψηλὲς τοῦ Ὀλύμπου κορφές
πίσω ἀπὸ τῆς Νεφέλης ἔκρυψαν τὸ κορμί, τὸ λευκόν τους λαμπύρισμα,
ὅταν ὁ καλπασμός, μονάχα γιὰ μίαν τῆς ζωῆς ἐστάθη στιγμὴν
καὶ τότες, Φῶς!
Τότες ἄρχισα γλήγορα νὰ τρέχω,
τόσον
ποὺ ἡ γύμνια μου, δύσκολα τὶς δρασκελιές μου ἀκολουθοῦσε·
δυὸ ἀκόμη πατήματα, καὶ τότες,
νά,
ὑψώθη ὁ Παρνασσός!
Πατώντας ἀπάνω του γερὰ καὶ μὲ τὰ χέρια ψηλὰ ἀγαπώντας τὸ Φῶς,
εἶδα τ’ ἀρχίνημα τοῦ καλπασμοῦ.
Μυριάδες καὶ μυριάδες ἀκόμη πίσω τους τ’ ἄλογα
ἔσερναν ἀχτῖδες χρυσόκομες
κι ἀπάνω τους,
ὁ Ἕλλην Θεὸς Εὐλογητὴς τῆς γῆς τοῦ Παρνασσοῦ, ζωή.
ὁ Ἕλλην Θεὸς Εὐλογητὴς τῆς γῆς τοῦ Παρνασσοῦ, ζωή.
Ἤμουν ὀρθὸς ἐμπρὸς εἰς τὸ Φῶς, καθὼς τὴν γύμνια μου ἐχρύσωνε.
Τότες
ἦταν ποὺ εἶδα νὰ γεννῶνται χρώματα.
Εἶδα ἀπὸ βράχους ἄνθη νὰ ὀρθώνονται καὶ ἀπάνω τους πετούμενοι ὑμνηταί,
νὰ κελαϊδοῦν τὸν εὐλογημένον τοῦ θεοῦ ἐρχομόν.
νὰ κελαϊδοῦν τὸν εὐλογημένον τοῦ θεοῦ ἐρχομόν.
Τότες
τὴν γύμνιαν μου ἐτύλιξαν τ’ ἀρώματα τοῦ καλπασμοῦ ἀπ’ τὴν μιὰ
καὶ τῆς γῆς τὰ εὐχαριστήρια μὲ κοίμιζαν ἀπ’ τὴν ἄλλην.
Κάτω,
τὸ πάτημά μου ἄνθισμα εὐλογημένον καὶ παντοῦ Φῶς
καὶ
χρώματα καὶ μυρωδιὲς καὶ τῆς γῆς εὐλογημένες φωνές.
Μὲ χρυσωμένην ἐνδεδυμένος γύμνιαν,
ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος, χαμογελοῦσα.
Ἔφυγα
τρέχοντας,
νὰ
προλάβω νὰ φέρω ἤθελα σκοτάδια,
ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος …
Δεσποτάκης
τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
31-12-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου