Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Τοῦ Ἰκάρου ἡ Γῆς



Τοῦ Ἰκάρου ἡ Γῆς

Βαρὺς ἀκούστηκε,

θρῆνος καὶ χαρά,
στοιβαγμένος εἰς τὸν ἴδιον κτύπον,
τῆς φτέρνας τοῦ Ἰκάρου.
 Κι εὐθύς,
δάκρυσε ἡ μάνα γῆς
καὶ τὸ ὑγρόν της ὕστατον φιλί,
ἄνεμος ἔστειλε νά ‘ναι καλός,
πλάϊ εἰς τὸ πέταγμα τοῦ Ἰκάρου.

Μίκραινε ἡ γῆς, μιὰ στάλα ἴδια

κι αὐτός,
ἀφήνοντας τὰ φτερά του εἰς τὰ χάδια τοῦ Αἰόλου,
ἐθαύμαζε…
κόσμος ὁλάκερος εἰς τοῦ ματιοῦ του τὴν κόρην,
μικρὰ τὰ χρώματα,
μικρὰ τὰ χώματα,
ἐσιώπησεν ὁ κόσμος τῆς γῆς τοῦ Ἰκάρου.

Ἔτρεχε ἀλλοῦ ἡ συννεφιά,

νὰ δροσίσῃ τῆς χλόης τὴν γέννα
καὶ ἀλλοῦ ἡ ὡραία βροχή,
εἰς τὴν ῥάχην τῶν ἀλόγων νὰ ᾿ναι μοιραία.
 Μισὸς εἰς τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου,
μισὸς αἱματωμένος ἄγγιζε ὁ ἥλιος τὴν νύκτα
κι ἐμπρός του θάλασσα πλατιά,
ξέσερνε τὰ βυθίσματά του
ἴσαμε τὸν ἀκρόγυαλον κόσμον τῆς γῆς τοῦ Ἰκάρου.

Ἐκεῖ ἔτρεξαν ὅλα,

μὰ ἕνα ἐξεχώρισε δελφίνι·
ἐχαιρέτησεν μὲ ὡραίαν φωνὴν θαλασσινήν τὸ πέλαγος,
ἀφέθηκε ἐλεύθερον εἰς τοῦ ἀνέμου τὰ χέρια,
καὶ γυρνώντας τὰ μάτια του πρὸς τὴν ἀφρουδιασμένην ἁρμύρα,
πέρασε μέσα ἀπὸ τὰ μαβιά,
τὰ πορτοκαλιά, τὰ φλογισμένα γαλάζια
τοῦ μισοῦ αἱματωμένου ἡλίου
καὶ βυθίστηκε εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ ἐρωτευμένου ζευγαριοῦ·
μισὸς ἥλιος,  φωτιά,
μισὴ θάλασσα, δροσιά,
τῆς γῆς τοῦ Ἰκάρου.

Καὶ γυροβολοῦσε ἡ γῆς

καὶ μαζὶ της,
πίσω ἀπὸ τὰ λευκὰ τὰ ὅρη τὰ μεγάλα,
καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην τῶν πελάγων πλευρά,
ἅρμα ἀνεδύθη χρυσοῦν,
μυριοσκάλιστον,
ἀπὸ τοῦ Ἕλληνος τὰ χείλη τραγουδισμένον
καὶ μὲ ἡρώων αἷμα σφυρηλατημένον.
 Κι ἐμπρός του ζωσμένα εἶχε ἄλογα δώδεκα·
φοράδες ἕξι λευκές,
μὲ χαίτην χρυσὴν
καὶ ἐπιβήτορες ἕξι γαλάζιους,
μὲ χαίτην τοῦ Φοίβου ἰδίαν,
ἄγρια γεννημένα
κι  ἐλεύθερα,
μὲ ἐξουσίαν εἰς τὴν ἀνάβασιν τοῦ φωτός,
προικισμένα!
 Ὑπερήφανα τὴν αὐγὴν ὁδηγοῦσαν,
εἰς τὴν ἁρμονίαν τῶν ἤχων καὶ τῆς ζωῆς,
τῆς γῆς τοῦ Ἰκάρου.

Κι ἔπειτας,

τοῦ φωτὸς τὰ χέρια τὰ λευκά,
τὸ χάδι τους ἅπλωναν,
ἀπάνω εἰς τὴν κοιμωμένην φύσιν,
μ’ ἀνεμῶνες γιόμιζαν τὶς ἄκρες
τῶν ῥιζωμένων βράχων,
καὶ τὰ χαμόμηλα δυὸ δρασκελιὲς σιμά τους,
ὁδηγοῦσαν τὶς μέλισσες,
εἰς τὸν αὐτοκρατορικὸν θρόνον,
τῆς γῆς τοῦ Ἰκάρου.

Καὶ τὸ χῶμα ῥίγησεν κάτω,

ἐδίψασεν
καὶ ἦλθεν βροχὴ μελαγχολική,
μέσα εἰς τὴν σιωπὴν τοῦ φθινοπώρου
κι ἔφερε ἔρωτα εἰς τὰ χείλη της
καὶ μὲ τὸ φῶς ἀλαφρύ
καὶ μὲ φῦλλα δένδρων πανωφόρι,
τὸ χῶμα χαμογέλασεν εἰς τὴν ζωήν,
τῆ γῆς τοῦ Ἰκάρου.

Ὁ ἥλιος ἔκαιγε καὶ ἡ ζωὴ ἐδίψασεν,

τὰ νερά της κυλοῦσαν διάφανα
καὶ γύρω τους
ἡ ἀλήθεια ἐδίδασκεν,
ἐστάθησαν λιγοστοὶ τὴν γνῶσιν νὰ γνωρίσουν,
κι ἔπειτα,
σκυμένη ἡ γαζέλα γευόταν τὰ δῶρα τῶν θεῶν
καὶ ἡ φῦσις ἔπαιρνε τὴν ἀνάσαν της,
προσφέροντας ζωήν,
εἰς τὴν γῆς τοῦ Ἰκάρου.

Σήκωσε ἀψηλὰ τὸ βλέμμα του,

κύτταξε πέρα,
τὴν ζωή,
ἔνοιωσε τὴν ἀλήθεια νὰ τρώῃ τὰ φτερά του·
κάτω ζωή,
ἐμπρὸς ζωή,
ζωή καὶ ἀπάνω
κι ὁ θάνατος,
ἡ ζωὴ τῆς ἀληθείας,
εἰς τὴν γῆς τοῦ Ἰκάρου.

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
9-10-2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου