Ὄνειρον
Σὰν
πειρατὴς πιὰς γερασμένος,
σ’ ἕνα γεμάτον λάφυρα
νησί,
γέρνω ν’ ἀποκάμω ἐρωτευμένος,
πότες μὲ ἥλιον, συνεφιά,
βροχὴ
κι ὅσον ἀπέμεινε γλυκὸν
κρασί.
Κερνᾶ με σὰν πατῶ τὴν
γῆς ῥοῦμι ὁ λοστρόμος
καὶ πίνω το σὲ κοῦπα
καρυδένια·
ἡ θάλασσα ἐμπρός μου
σμαραγδένια
κι ὀρθὸν μὲ χαιρετᾶ ἡ ἁρμύρα,
σὰν μάνα ποὺ ἡ εὐχή της λέει, δὲν εἶσαι μόνος.
Ἕνα πουλί, θαλασσοπούλι,
τὸν οὐρανὸν χτενίζει,
καμμιὰν ἀκτὴν ἴσως ὀνειρεύεται
κι αὐτό,
ποὺ ὅλου τοῦ κόσμου τοὺς γιαλοὺς ἔχει γνωρίσει·
ποὺ ὅλου τοῦ κόσμου τοὺς γιαλοὺς ἔχει γνωρίσει·
κι ὅσον σὲ ξένην γῆ κι
ἄν πῆγα κι ἄν μπαρκάρησα
πάντα τὸ βλέπω ἀπ’τὴν
πρῶρα νἆναι ἐμπρός.
Ὕστερις μένει σ’ ἕνα
δεῖλι μόνη ἡ ὀμορφιὰ
ποὺ ἑτοῦτος ἐγέννησεν ὁ
τόπος·
ἔχει τὰ χείλη θεϊκὰ καὶ
μελωμένα,
χαμόγελον ἐρωτικὸν ὡσὰν
μωρὸν,
ἀμάτια ἔχει Θέ μου ἀμυγδαλωτά.
ἀμάτια ἔχει Θέ μου ἀμυγδαλωτά.
Ἡμέρωσε κι ἐλάμπουσε ἡ
ματιά της,
γιὰ λίγο ἐστάθη πάνω ἀπ’τὸ
ἔρμον λιθονήσι
κι ἔπειτα ἐβυθίσθη εἰς
τ’ ἄπατα τοῦ λογισμοῦ νερὰ
κι ἐπέταξε μετὰ ὑψηλά,
εἰς τοῦ ἡλίου ἐπέταξε,
εἰς τοῦ οὐρανοῦ τὴν ἀγκαλιά.
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
Ἕλλην
19-4-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου