Δὲν
μὲ νίκαε, δὲν τὸν νίκαγα.
Κι ἔτσι, πίνοντας ῥακιὲς
καὶ ἀνάμεσά τους μπέρμπον καὶ φτηνὰ κονιάκ
ἐπροσπάθαγα τὸν διάολον νὰ ξορκὶσω.
Δὲν μὲ νίκαε, δὲν τὸν νίκαγα.
Ἐπαὲ ἐκαθότανε στὰ μυαλά μου,
ἀνάμεσις στῶν ματιῶν μου τὰ ῥιζὰ
κι ἔβγανε μονάχα ἐκεῖνον τὸν ἦχον...
πότες κραυγὴ ἤτανε θαρρεῖς δαιμονισμένης ἱέρειας
καὶ πότες γλεντώντας
καὶ πότες γλεντώντας
ἄφηε τὰ τέσσαρα τοῦ κορμιοῦ του στήθια νὰ μὲ μαγέψουν…
Ἔτσι μᾶς εὕρισκε τὸ φῶς
καὶ ἔτσι ἡ νύκτα μᾶς ἔστεκε πλάι.
Δὲν μὲ νίκαε, δὲν τὸν νίκαγα.
Μὰ ἐπολέμαγα καὶ ἤμουν ὅλος νιότην,
ἀγρίμι, τοῦ ἐκαθόμουν στὴν ῥάχη
κι ἐπροσπάθαγα ἀνάμεσα στὰ σκέλια μου,
τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν ὀργήν του νὰ πνίξω.
Μ’ αὐτό, λὲς καὶ ἐξεψύχαε,
ὄρθιον ἐστεκότανε
κι ὕστερις ἐκάθιζε στὴν γῆς·
ἄκουα τὴν φωνή του νὰ μαστίζῃ τον ἄσφαλτον
κι ἄφηνε μίαν μυρουδιὰ τὰ σωθικά μου νὰ τρυπάῃ.
Ἤτανε τότες ποὺ μαζύ μου ἐπάλευε ἡ αὐγή,
νὰ νικήσῃ τὸ ἰδικόν της διαβόλι…
κι ἐτρώγαμε τὴν γῆς,
μὲ τὸ φῶς νὰ μὲ θρέφῃ
κι αὐτὸ νὰ ὑπάρχῃ σιωπηλόν,
σ’ ἐμᾶς παραδομένον.
Δὲν μὲ νίκαε, δὲν τὸ νίκαγα.
Διαβόλια μοῦ ἔκαμνε καὶ μαγικά.
Τὸ τριχωτὸν τῆς κεφαλῆς μου ἔπαιρνε
καὶ θαρρῶ πὼς τὶς νύκτες,
ἄσπριες πὼς ὅριζε τὶς ἀκριές μου.
Κι ἐγὼ τότες ἐπάνω στὴν ῥάχιν του ἐπολέμαγα.
Κάποτες ἔφερνε κατὰ πάνω μου τὴν βροχή νὰ μὲ
καταδιώκῃ,
μὰ δὲν μὲ νίκαε
καὶ πότες ἔβανε τὸν ἥλιον,
νὰ κάψῃ τὸ
πέτσινον τομάρι ποὺ ἀπὸ παιδὶ ἐφοροῦσα.
Καὶ κάποτες ὀρθὸν καὶ ἄγριον εἰς τὴν γῆς μὲ πετοῦσε.
Δὲν μὲ νίκαε μά,
δὲν τὸ νίκαγα.
Καὶ τότες θυμωμένος ἔφευγα
κι ἔβανα τὰ ποδάρια μου κάτω νὰ εἶναι στὴν γῆς.
Μὰ σὲ κάθε πάτημά τους,
αὐτὸ γύρω μου ἦταν, παντοῦ,
πότες οὐρλιάζοντας, ἀφήνοντας τὰ σημάδια του κάτω
καὶ πότες τὸ τετράψυχον κορμί του ἐτραγούδαε
καὶ πάλι ἐμέναν ἐμάγευε.
Τότες ἐπάλευα πάλι, μανιασμένος ἐπάλευα
καὶ τὸ κράταγα στρατιώτην τῆς ζωῆς μου ἐνόμισα,
γυναῖκα ποὺ ἐλήστευε τοὺς ἔρωτές μου,
τὸ ζεστὸν γαργαλητὸν στ’ ἀχαμνά μου.
Πόσες θαλασσινὲς ἀκριὲς μᾶς ἐζήλεψαν
καὶ πόσα πρωινὰ τῶν ἀνέμων ξυπνήματα μᾶς ἐπόθησαν ἄραγε;
Πόσους φίλους ἐπροσπέρασα ποὺ ἔχασα,
τί μέγεθος πληγῶν ἀπέκτησα ἄραγε;
τί μέγεθος πληγῶν ἀπέκτησα ἄραγε;
Πῶς τῶν ἄλλων τὰ μάτια ἐτάραζες,
σὰν μὲ σπῖθες ἐστόλιζες τὴν ἄσφαλτον σερνόμενος
κι ἀκολουθοῦσε τὸ σπασμένον κορμί μου ποὺ μόνον γιὰ
ἐσένα νοιαζόταν;
Ποιὸ θηλυκὸν ἔχω λαχταρήσει τόσον,
ποιὰ φορεσιὰ καμαρώνει ἐπάνω μου,
ποιὸ χαμόγελον, ποιὰ χαρὰ καὶ θλῖψις ποία,
ποιὸ δάκρυ τόσον ἐλεύθερον ὑπῆρξε εἰς τὰ πάλεμά
μας;
Ὦ βρὲ διαβόλι, τῆς νιότης καὶ τοῦ γήρατός μου,
σὲ μίσησα, σὲ λάτρεψα,
μὰ τώρα πιᾶς συμπάθα με,
θὰ πιῶ μίαν ἀκόμη ῥακί,
θὰ κλάψω…
καὶ θὰ γείρω ν’ ἀποκοιμηθῶ…
Δεσποτάκης
τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
13
– 11 – 2017
03:15
πμ.
Ἀφιεροῦται στὰ μεγάλα παιδιά,
ποὺ ἀκόμη ταξειδεύουν
μὲ τὴν «Πρώτην Κυρία»,
ἀνάμεσα στὰ
σκέλια τους….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου