Τριακόσιες καὶ μία κορῶνες
Νύκτα ἦταν μόνον
πιά·
ἡ σκοτεινὴ καὶ ξεδιάντροπη
μὲ κυνηγοῦσε
μανιασμένα
κι ἔτρεχα,
μὰ ἦταν μόλις
δυὸ τρεχαλιὲς
ξωπίσω μου.
Τότες ἦταν ποὺ
ἐζήτησα
τοῦ χαμένου τὴν
εὔνοιαν
φωτός,
νὰ μὲ ὁδηγήσῃ ἤθελα ἀψηλὰ
εἰς τὶς πέντες βαθμίδες.
Καὶ ἰδοῦ εἶπε·
ἐδῶ ἡ κλῖμαξ
καὶ τὸ πρῶτον πάτημα
καὶ πλανήθηκα
καὶ ἀπάνω της εἶδα
τὰ λάθη καὶ
τὴν ἔχθρα
καὶ τὴν κορώνα
νὰ γελᾶ.
Λευκὰ τὰ δόντια της,
τὰ χείλη ῥὸζ ὡραῖα
καὶ μέσα τάφος·
νοτισμένον
χῶμα
καὶ ζωὴ σὲ αὐτὸ ἀφημένη,
ἦταν καὶ ἡ γκρίζα γκρίνια
τ’ οὐρανοῦ,
ὁποὺ νὰ ἰδοῦν τὰ μάτια μου
δὲν ἄφηνε
καὶ τότες ἦλθεν τὸ
κτύπημα.
Εὑρέθηκα σὲ
κόσμον κενόν,
μὲ φῶς νὰ ψεύδεται
ὀμπρὸς εἰς τῆς αὐγῆς τὸν ἐρχομόν
κι ἔφευγε αὐτὴ
σὲ ἄλλην πήγαινε
γῆν νὰ ξημερώσῃ
κι ἐδῶ ἦταν μόνον
νύκτα πιά.
Καὶ εἶδα γλῶσσες
τότες
καὶ ἄκουα, ἄκουα,
ἄκουα,
δὲν εἶχα πλέον
ἰδικήν μου
νὰ εἰπῶ.
Πάτημα εἶχα
εἰς τὴν δευτέραν
βαθμίδα,
ὁποὺ ἡ κορώνα γυάλιζε
πιότερον
μέσα σὲ γκρίζον κόσμον.
Μὲ κύτταξε,
χαμογέλασε
καὶ πίσω εἶδα ἀπὸ τὰ ῥοζάτα της χείλη
νὰ σέρνεται εἰς
τοὺς τάφους
ἡ δική μου γλῶσσα·
τὰ χείλη της ἔκλεινε
ἀργὰ
καὶ τὸ χρυσοῦν
της χρῶμα
σκουριὰ
ἔγινε
καὶ μέσα πετάχθηκε
ἀπὸ τὰ μάτια της,
φωτιά.
Τότες ἦταν ποὺ
πάλεψα
μὲ τὸν χρόνον καὶ
τὸ κενόν·
ἄνεμος βίαιος, γυμνὸς
καὶ βροχὴ
μ’ ἀσήμια ἐνδεδυμένη
ἐξάγνισαν τὸ
κορμί μου.
Μετά,
ἦλθεν τὸ λίγον φῶς,
ξεχασμένον
πίσω ἀπὸ ὀρεινὲς σπηλιὲς
καὶ κάποτες
μέσα σὲ ἄπατα νερὰ
πελαγίσια
νὰ μ’ εὐλογίσῃ.
Τότες ἄνοιξαν σὰν
χάσματα τῆς
γῆς τὰ μάτια μου
καὶ εἶδα ὀμπρὸς
γιὰ δυὸ μονάχα στιγμὲς
τοῦ ἀλλουνοῦ
τρεχάματος τοῦ
χρόνου·
τὴν τρίτην βαθμίδα.
Γλῶσσα καμμιά,
αὐδὴ πουθενά,
νεκρὰ τὰ πουλιά,
στάσιμα τὰ
νερὰ
καὶ τὰ βουνὰ
σκυμμένα·
ὦ Ὄλυμπε.
Τότες εἶδα
τὶς ἀστραπὲς
καὶ φίδια ἁρματωμένα
μὲ φωτιὲς
εἰς τὰ λέπια
καὶ θρόνους πολλοὺς
μὲ κορῶνες ἀπὸ μάλαμα
καὶ ὡραῖα χείλη
ποὺ μέσα τους
τάφους καὶ
ζωὲς π’ ἀκόμη ἀνασαίνουν
φυλακισμένες
εἶχαν.
Ὀρθώθηκα,
χωρὶς γλῶσσα
καὶ μέσα ἀπ’ τὰ σκοτάδια,
θέλησα τὶς
μαῦρες φωτιὲς
νὰ κατασβήσω
ποὺ ἀπέναντί μου παρατεταγμένες
τὴν μεγάλην
κορώνα μιὰς
καὶ μιὰς τὶς μικρές,
ἀπὸ ἐμένα προστάτευαν…
Τότες ἦταν ποὺ
ἔνοιωσα πόνον.
Ἔπεφτα, ἔπεφτα, ἔπεφτα,
τὸ χῶμα ἦταν ἀκόμη γλυκύ,
θέλησε κάτι
νὰ εἰπῇ
πρὶν ἡ πίκρα τὸ
πάρῃ,
μὰ δὲν ἄκουα,
δὲν ἄκουα, δὲν
ἄκουα,
δὲν ἤξερα πὼς
τὸ πάτημά μου
ἡ τετάρτη ἦταν βαθμίδα.
Ἔσκυψα καὶ μύρισα τὸ
χῶμα,
ζοῦσε ἀκόμη.
ἄρπαξα γρήγορα γρήγορα
ὅσον μποροῦσα
καὶ εἰς τὸν κόρφον μου
θέλησα νὰ
τὸ παραχώσω,
νὰ πάρῃ τῆς καρδιᾶς
μου τὴν θέρμη
καὶ ἀπὸ τοὺς κτύπους της
ν’ ἀναστηθῇ.
Τότες ἄκουσα
τὸ τρανταχτὸν
τῆς μεγάλης
κορώνας γέλιο·
ἤμουν γυμνός,
δὲν εἶχα κόρφον,
πλανήθηκα.
Τὰ δάκρυά μου
παρακαλοῦσαν
τὸ οὐρλιαχτόν
μου νὰ βγῇ·
μά,
δὲν εἶχα φωνή.
Κύτταξα πίσω
ἀπὸ τὸ πέρα χῶμα,
εἶδα τὰ ἴχνη ἀπὸ τὸ λίγον φῶς
καὶ τότες ἡ εὐλογία του
τὰ στήθια μου ἐφώτισε·
ἄρχισα νὰ τρέχω,νὰ τρέχω,
νὰ τρέχω ὅλον καὶ
πιὸ γρήγορα.
Πήδηξα μὲ
τόσην δύναμιν
ποὺ εἶδα ἀπορημένον
τὸν χρόνον πίσω
μου νὰ κυττᾶ·
πάτημα εἶχα
εἰς τὴν πέμπτην βαθμίδαν.
Τρόμος παντοῦ,
σκοταδιασμένη
ζωὴ καὶ τάφοι
καὶ ὁλοῦθε σιγή.
Μονάχα ἡ μεγάλη κορώνα
ἀψηλὰ σὲ θρόνον
ἀπὸ αἷμα γαλάζιον
φτιαγμένον
καὶ οἱ μικρὲς
κορῶνες γύρω
της
μιλοῦσαν, γελοῦσαν
καὶ ἔφτυναν·
ὁ ἀέρας βρωμοῦσε
τὰ χείλη τους ῥὸζ
καὶ μέσα σαπίλα,
πλανήθηκα,
ἔκλαψα,
ἤμουν πλέον ἄγλωσσος
κι ὀμπρὸς
κορῶνες τριακόσιες
καὶ μία,
ἀρνησίγλωσσες.
Ἦλθεν τότες τὸ
ἰδικόν τους
τὸ ψεύτικον φῶς
μὲ στρατόν,
μὲ βίαν ἐμπρός τους μ’ ἔστησαν
νὰ μὲ δικάσουν.
Ἄκουα, ἄκουα, ἄκουα,
ἔνοχος ἄκουα,
θάνατος ἄκουα.
Ἔνοχος ἄκουα καὶ
θάνατος πάλι
εἶπαν,
τριακόσιες
καὶ μία κορῶνες
ἀπάνω σὲ θρόνους κτισμένους
μὲ αἷμα γαλάζιον
καὶ χῶμα ζωντανόν
καὶ φῶς ἀναληθὲς
τῆς νυκτός.
- taraxes ti
isoropia twn tafwn,
emis theloume to kalo tou laou…
Ἄκουα τὴν φωνὴν
τῆς μεγάλης
κορώνας
κ’ ἔκλαια·
δὲν εἶχα φωνήν,
ἤμουν ἄγλωσσος
καὶ αὐτὲς ἀρνησίγλωσσες.
Ὦ μεγίστη Δίκη
καὶ Νέμεσις καὶ
Ἄτη
ὑμνῶ σας.
Ἐγέλασα…
μέσα ἀπὸ τὰ ῥοζάτα τους χείλη,
τ’ ἀχόρταγα σκουλήκια
ποὺ ζοῦσαν εἰς
τοὺς τάφους
ἔτρωγαν τὰ σωθικὰ
τῶν κορωνῶν.
Ἐγέλασα τρανταχτά!
Μαῦρον τὸ
ἰδικόν σας αἷμα
γαλάζιον τὸ
ἰδικόν μου εἶναι.
Καθὼς οἱ μαῦρες φωτιὲς
μὲ διέγραφαν ἀπὸ τὴν ζωή,
καθὼς νεκρὸς
ἔπεφτα εἰς
τὸ χῶμα,
ἄκουα, ἄκουα, ἄκουα,
κραυγὲς
πόνου,
τὰ σκουλήκια
κάνουν πάντα
τὴν δουλειά
τους καλά,
ἕως τὸ τέλος…
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
5-12-2011
Ἡ φωτογραφία εἶναι
τοῦ Moukas Art.
τοῦ Moukas Art.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου