Καταμεσήμερον τ’ Αὐγούστου
Ἦταν τὸ χέρι τοῦ
καιροῦ βαρύ,
γκρίζον, σκοτεινιασμένον
καὶ μεμιᾶς
ἔσειρε τὴν
σκοτεινιά
δυὸ μονάχα σπιθαμὲς
κάτω ἀπὸ τὴν ἀνυποψίαστην
λιακάδα.
Νέον κάτω ἦταν τὸ
πέλαον,
πρωτογεννημένον·
ἀφημένα εἶχε τὰ νερά του
μὲ δροσιές, μὲ ἀφρούς, μὲ μουσικήν,
μὲ δροσιές, μὲ ἀφρούς, μὲ μουσικήν,
εἰς τοῦ Αἰόλου τὶς
πνοὲς
καὶ μέσα τους,
ἡ δροσερὴ γαλάζια καρδιά
του,
γευόταν τὴν
αἴσθησιν
τοῦ ὡραίου οὐρανίου θηλυκοῦ,
ποὺ μιᾶς ἐπετοῦσε
εἰς τ’ ἀστέρια κοντὰ
καὶ τὴν ἄλλην,
ἐβουτοῦσε εἰς τῆς γῆς τὰ βάθη,
νὰ θρέψῃ μὲ φῶς,
νὰ θρέψῃ μὲ φῶς,
τὸ πρωτογεννημένον γαλάζιον.
Ἦταν καταμεσήμερον τοῦ
Αὐγούστου
κι ἀγριεμένη
ἐστάθη
ἀπάνω τοῦ
πελάου ἡ σκοτεινιά·
ἐγέλασε
κι ὁ ἄνεμος κάκοσμος
ἐγένη.
Μονάχον τ’ οὐρανοῦ τὸ θηλυκόν,
πίσω ἀπὸ τὰ στήθια του
τὸ μικρὸν
ἔκρυψε πέλαον
κι ἔπειτας μέσα
εἰς τὶς δροσιές,
μὲ τοῦ ἀνέμου τοὺς
ἤχους ἀγκαλιασμένον,
ἀφέθη ἀνάλαφρα
ὡς τοῦ Ὀκτώβρη
φῦλλον
ποὺ ἀργὰ πρὸς τὴν μάνα του γῆν
ταξειδεύει.
Σιωπὴ εἶναι τώρα
καὶ σκότος παντοῦ·
ν’ ἁρπάξῃ τὴν ὡραίαν ὁρμᾶ ἡ σκοτεινιά,
νὰ σκοτώσῃ τὴν πλάση…
ἴσα ὁ Αἴολος μὲ
τὸ ᾿να του χέρι
τὸ πέλαον σώζει,
τὸ πρωτογεννημένον
καὶ ἡ ὡραία,
κυττᾶ ἀψηλά,
χαρίζοντας φῶς
,
χαμογελώντας
εἰς τὴν ζωή.
Ἱέραξ μέγας
ἄνωθεν ὁ
ἥλιος,
δύει καταμεσήμερον
καὶ μέσα εἰς τὰ πορφυρά
του,
νὰ ἡ δροσιὰ
τρυπώνει,
νὰ καὶ τὰ γαλάζια
καὶ ἡ ὡραία τ’ οὐρανοῦ,
τὴν μιὰ βουτᾶ
εἰς τὴν δύσιν του
καὶ τὴν ἄλλη ἀναδύεται χαμογελώντας,
σκορπίζωντας
φῶς
γύρω ἀπὸ τὸ πρωτογεννημένον πέλαος·
τυφλώνεται ἡ
σκοτεινιὰ
κι ἔρχεται, νἄτη,
νἄτη πάλι ἡ λευτεριά.
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
2-8-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου