Ἔσσεται Ἦμαρ
Καὶ πέρασαν σχόλες καὶ κυριακάδες,
μὲ στολίσματα καὶ λόγους·
τὸ ἄλλον φῶς,
τὸ σκοτεινόν,
τὶς κορῶνες ἀκόμη προστάτευε·
καὶ ὀδύνες ἡ ψυχὴ εἶχε·
ἔκραζε, ἔκλαιε, σιωποῦσε …
Τὸ δεῖλι ἦταν τῶν ἡμερῶν,
τότες ὁποὺ ἡ δουλεία,
νὰ ξημερώνῃ ἐμάθαινε,
εἰς τῆς ἄλλης τὴν ῥάχιν ἡμέρας.
Ἥλιεεεε....
ὁ ὀδυρμὸς τῆς γηραιᾶς ἠκούσθη αὐγῆς·
προδομένη ἀπὸ τὶς χίλιες μυρωδιές,
τὸ πληγωμένον της σείροντας κορμί,
τὰ μύρια ἀναζητοῦσε τοῦ κόσμου χρώματα.
- σσσσσσς…..
μὴν μιλᾶς...
Ξαφνιασμένη γύρισε τὴν φωνὴν νὰ ἰδῇ·
ἡ παλαιὰ τῆς μιλοῦσε ζωή,
καθισμένη σὲ ξέφωτον ἀπάνω χῶμα.
Τὰ στήθια της λεύτερα εἶχε
κι ἀπὸ τὶς ὀρθομένες της ῥῶγες,
τὰ χείλη ἐπάλευαν,
αὐτῆς τῆς γῆς τῆς γέννας,
ν’ ἀδράξουν δυὸ μόνον δράμια ζωῆς…
- σσσσσσς……
μὴν μιλᾶς.
Πρόλαβε τὴν γηραιὰν αὐγήν.
Ἔτρωεν τὸ βρέφος
καὶ ἦταν τὸ ξέφωτον ὡραῖον
καὶ ἡ χαρὰ εἰς τὸ χῶμα ῥίζωνε·
κι εὐθὺς αὐτὸ μεμιᾶς,
χρώματα γεννοῦσε ἀνθισμένα,
τὰ μάτια νὰ γνωρίζουν τὴν χαρά του.
Γύρισε τότες μιὰς τὸ βλέμμα του πρὸς τὴν αὐγήν
καὶ ἀπὸ τὸ δάκρυ της εἶδα,
ἐχύθη γαλάζιον,
νὰ διώξῃ τοῦ Αἰγαίου τὴν θλῖψιν·
καὶ εἰς τῆς πέρα γῆς τὶς σκοτεινιές,
χρύσωνε τὸ ξημέρωμα!
- σσσσσς……
μίλησες τότες ἡ παλαιὰ ζωή,
σφίγγοντας ἀπάνω εἰς τὰ λεύτερα στήθια της,
τὸ βρέφος.
- Αὐγή,
νὰ ἔρχεσαι κάθε πρωινόν,
νὰ χαίρεται καὶ νὰ γελᾶ ἡ μικρή·
εἶναι τοῦ Ἡλίου,
τοῦ ἄρχοντος τοῦ πληγωμένου,
ἡ θυγατέρα ἡ χρυσωμένη·
μητέρα της ἦταν η ἄνοιξις,
μὰ τώρα τρέφεται ,
ἀπὸ τὸ κόκκινον τοῦ στήθους μου αἷμα·
νὰ ῤχεσαι αὐγὴ νὰ τὴν φωτᾶς,
σσσσσς….
ναί, μὴν κλαίεις αὐγή,
ναὶ, ναί,
ἡ μικρούλα εἶναι,
ἡ Ἐλευθερία!
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
7-1-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου