Ὡραῖον, Αἰώνιον καὶ Ἄφθαρτον
Ἀναρωτιόμουν
τί
εἶμαι,
καθὼς
ἡ
σιωπὴ
τοῦ
χιονιᾶ
ἔστεκε
γύρω,
ἁπλωμένη
σὲ
κάθε
τοῦ
χωριοῦ
γαλήνην,
ἴσαμε
τ’ ἄφωτα
σπίτια.
Περπατοῦσα
χαμογελαστός
κι ἦταν μονάχα
τ’ ἀστέρια
άπὸ
πάνω
μου γεμάτα
ἀπορίαν,
βλέποντας τὴν
χαράν
μου καὶ
τὸ
πλέον
ταχύ
μου βῆμα,
καθὼς εἰς
τὸ
βάθος
τῆς
ὀμίχλης
διέκρινα,
μονάχα μερικὰ
μέτρα
ἀπὸ
τὴν
ἀψηλὴν
ἐκκλησιάν,
κατάλευκον
μέσα
εἰς
τὴν
ἀσελήνωτον
νύκτα,
τὸ
Δένδριον.
Τὸ μυστικὸν
αὐτὸ
ὁποὺ
ἔφυε
ζωήν.
Τὰ ἄκρια
τῶν
ποδαριῶν
μου,
ἀδέλφια
εἶχαν
γίνει
μὲ
τ’ ἄναρχον
χῶμα
καὶ
τὶς
νόθες
πετριές
του,
χρόνους τώρα,
ὁποὺ
μόνον
ἐβάδιζα
σκυθρωπός,
ἀναζητώντας
τὸ
εὐγενές
τῆς
ζωῆς
φύωμα.
Σὰν τώρα
θυμᾶμαι
τὰ
λόγια
ποὺ
μὲ
κόπον
μᾶλλον
ἐπῆρα
ἀπὸ
τὸν
σιωπηρὸν
ἐκεῖνον
Ποιητήν.
Ἐκαμάρωνε
ὀρθὸς
ἀνάμεσα
σὲ
μίαν
παρθέναν,
κατὰ
πὼς
τὴν
ἔλεγεν
χαϊδευτικά, λεμονιὰν κατάνθιστον
κ’ ἐμπρός
του ἀσύλητη
ἀπὸ
χέρι
ἀνθρώπου,
χιλιόχρωμη
ἡ
εὐλογημένη
του ῥοδιά.
Τοὺς μιλοῦσε
σὰν
νἄτανε
παιδιά
του καὶ
τὰ
ἐχάϊδευε
μὲ
τὸ
᾿να
του χέρι
καὶ
μὲ
τ’ ἄλλον
βαστοῦσε
τὴν
ἀκριὰν
τοῦ
βλαστοῦ
μιᾶς
ἐλιᾶς,
τόσον τρυφερά…
κ’ ἔτσι καθὼς
ἐστεκόταν
μοῦ
᾿λεγε
πὼς
σὰν
ὁ
χρόνος
γίνῃ
28 τοῦ
Φλεβάρη,
σὰν
καταλαγιάσῃ
τοῦ
καιροῦ
ὁ
θυμός,
αὐτὸ
γεμίζει
φῶς
καὶ
μέσα
εἰς
τὰ
φυλλώματά
του,
ἕνας μονάχα
φύεται
καρπός,
κάθε
ποὺ
ὁ
αἰῶνας
φεύγει
καὶ ἀφήνει
ἔρμη
πίσω
του τὴν
ἱστορίαν
νὰ
μᾶς
καθαγιάζῃ.
Ἐκεῖ
στέκει
ἀπὸ
τὸν
κόσμον
κρυμμένον
τὸ
Ὡραῖον
Αἰώνιον
καὶ
Ἄφθαρτον.
Δὲν γρυκᾶ
κανείς,
δὲν
γνωρίζει
κανείς,
κανείς
δὲν
τὸ
ἐμύρισε
κι ἄς
εἶναι
ἡ
εὐλογία
του μεγάλη,
σκόρπια
χάνεται
σ’ ἀνέφελους
οὐρανούς,
σὲ
βρεγμένην
γῆς,
σ’ ἀπανθρώπους
ἀνθρώπους…
Μὲ πῆραν
ἀπὸ
τότες
τὰ
πόδια
μου, τὰ
χέρια
μου μ’ ἐπῆραν,
τὰ
λόγια
μ’ ἐπότισαν τοῦ
σιωπηροῦ
ἐκείνου
Ποιητοῦ
καὶ ἀπὸ
τότες
ὅλον
βαδίζω
ἀναζητώντας
τον…
Καὶ τώρα,
νά,
ἐμπρός
του εἶμαι!
Τὸ ἐγνώρισα!
Εἶδα τὸ
φίλημα
ποὺ
τοῦ
᾿δωσε
ἡ
σελήνη,
σὰν
νἆταν
τὸ
στερνό
της,
λές καὶ
τώρα
πιὰς
ποὺ
τ’ ἀναγνώρισα,
θὰ σκορπίσῃ
τὸ
φῶς
σὲ
αὐτὸ
τὸ
χωριὸ
καὶ ὕστερις
ὅλη
ἡ
γῆς
θὰ
γευθῇ
ἐτοῦτον
τὸ
μυστικὸν
τῶν
αἰώνων,
ποὺ
ἐτοῦτον
ἔφυε
τὸ
Δένδριον.
Εἶδα
γκρίζους
ἀνέμους
μὲ
ὁρμήν,
βροχὴν
μὲ
ὀργήν
ἀδελφωμένην
καὶ στρατιῶτες
σκιὲς
τῶν
βράχων
τοῦ
βουνοῦ
καὶ
ἀκόμη
ἀπὸ
τὴν
λίμνην
ἐτούτην
μίαν
σκοταδιάν,
μὰ καὶ
ἀκόμη
ἀπὸ
τὸν
πόταμον
ἐτοῦτον
εἶδα τὴν
ἀγριάδαν
ἐμπρός
μου νὰ
στέκουν.
Νὰ
στέκουν
φρουροὶ
ἀνάπνοοι
τοῦ
καρποῦ
τῶν
αἰώνων,
ποὺ
τὰ
μάτια
ἐτοῦτα
ποὺ
μοῦ
ἐδόθησαν,
εὐλογήθησαν
νὰ
ἰδοῦν…
Κι εἶναι τώρα
πόνος
γλυκύς
καὶ
ἡ
μέθη
τῆς
κούρασης
εὐχή.
Κ’ ὅλη
τῶν
αἰώνων
ποὺ
ἐπέρασεν
χάρις
του, ἄπλετα
γύρω
μου ἐστάθη.
Φῶς παντοῦ!
Πιότερον
τῆς
φλογὸς
τοῦ
Ἡελίου,
πιότερον τῆς
ἀστροφεγγιᾶς
ποὺ
ἀγγίζει
τὰ
μύρια
πέλαγα,
πιότερον ἀπὸ
τὴν
μόνην
ζωήν.
Νά, σὰν
τώρα
ποὺ
τὰ
πουλιὰ
τῆς
λίμνης
μεμιᾶς
ἐπέταξαν
ψηλά,
τραγουδώντας
τὸν
μυστικὸν
τοῦ
Δένδριου
καρπόν.
Νά, σὰν
τώρα
ποὺ
ἡ
γῆς
ἀνθίζει
παντοῦ
κι ὁ μόνος
λόγος
ποὺ
λέει
ἡ
μέλισσα
εἶναι
εἰς
τ’ ἄνθη
γύρω.
Νά, σὰν
τώρα
πὼς
κλαίει
μὲ
χαρὰν
τὸ
σούρουπον,
πὼς θὰ
᾿λθῃ
πάλι
ξέρει
τὸ
ξημέρωμα,
ἀκόμη κι ἡ αὐγὴ θὰ εἶναι μὲ φῶς,
τρυπωμένη κι ἄν εἶναι εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς ψιχαλιᾶς.
ἀκόμη κι ἡ αὐγὴ θὰ εἶναι μὲ φῶς,
τρυπωμένη κι ἄν εἶναι εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς ψιχαλιᾶς.
Ἔλα τώρα
ἄνεμε,
πᾶρε
τὸ
μυστικὸν
καὶ
πάαινε
νὰ
τὸ
κάμῃς
αὐγουστιάτικην
ἀπογευματινήν
βροχούλαν
εἰς
τοὺς
κόσμους
τοὺς
ἄλλους.
Μαζύ μου ἄνεμε
τραγούδησέ
το,
τώρα ποὺ
ξέρω
τί
εἶμαι…
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
15-2-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου