Ὦ κρίνε ὁλόλευκε
Ἐὰν μυρίζουν τ’ ἄνθη ἄνοιξιν,
ἔχεις ἐσὺ τὸ μοίρασμα ζωῆς,
χρωμάτων κι ἀρωμάτων,
ὦ ὀπτασία τοῦ πρωινοῦ φωτός,
τοῦ πρωινοῦ οὐρανοῦ φιλὶ
καὶ τῆς θλιμμένης βρεγμένης γῆς,
καρδιὰ τοῦ ῥόδου ἐσύ,
κρίνε ὁλόλευκε.
Ὦ μικρή μου δρύινη νεράιδα,
μὴν θαρρῇς τῶν ἀνέμων κόρη,
πὼς μὲ νικᾶ ἡ νύκτα ἤ μιὰ βροχή.
Ὀρθὸς νὰ σὲ διεκδικῶ στέκω ἐμπρός τους,
κρίνε ὁλόλευκε.
Ὦ πανανθρώπινη γῆς,
ἔρωτα ἀπὸ μίσχον γιασεμιοῦ γεννημένε,
ἀπ’ τὶς πηγὲς τοῦ Θεοῦ Στρυμώνα ποτισμένε,
δέξου γοργόφτερη, μυριανθοστολισμένη,
στέφανον ἀπ’ ἄγριους ἀνθούς,
οἱ ἀφροὶ ὁποὺ γεννοῦν εἰς τὸ δείλι τοῦ Αἰγαίου
καὶ μονάχα εἰς τὸ βύθισμα ζοῦν τῶν λευκῶν δελφινιῶν
καὶ πέρα ἀπ΄τὴν ἀγκάλην τῆς πρώτης τῶν θνητῶν δροσιᾶς,
εἰς τὸ χρῶμα τῶν ματιῶν σου ἐμπρός,
δέξου
ὦ κρίνε ὁλόλευκε.
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
8 – 5 - 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου