Ὁ ἀντικαταστάτης
Μ’ ἐγέννησεν
μὲ λαχτάραν μήτρα πλανεμένη,
ἐπιλεγμένη
σὲ αὐτὴν τὴν φυλακὴν νὰ μὲ φέρῃ.
Ἐμεγάλωσα
τρέχοντας καὶ ματώνοντας τὰ γυμνά μου πόδια,
ἐπάνω σὲ γῆς
σκλαβωμένη.
Ἐνωρὶς ἀνδρώθηκα,
σὰν
δεκαπεντάχρονον ἀμούστακον ἀγόρι,
εὑρέθηκα νὰ
φλερτάρω τὰ πέρα πέλαγα
καὶ τοὺς ἀδάμαστους
ὠκεανούς,
πότες μαγεμένος
ἀπὸ τὰ κανάλια τοῦ Κεμπὲκ
καὶ πότες
τ’ ἄγρια βάθη τοῦ Ἀντλαντικού
εἰς τὶς ἀκριὲς
τῆς Μονρόβια,
χαϊδεύοντας
τῆς κουπαστὲς τοῦ Εὐνίκη
καὶ ἄλλες
φορὲς εἰς τὴν πλώρα τοῦ Φαίη,
ἐρωτευμένος
μὲ τὴν Κωνστάντζα
καὶ ἀναζητώντας
τὰ βήματα τοῦ Καβάφη,
εἰς τ’ ἀκρόγιαλα
τῆς Ἀλεξάνδρειας…
Καὶ ἤμουν
μονάχα δεκαπεντάχρονος,
μακρυὰ ἀπὸ
τὴν μήτρα ποὺ μ’ ἐγέννησεν,
μακρυὰ ἀπὸ
τὶς ἀγκαλιὲς καὶ τὰ μυρωδάτα της γλυκά,
κλειδωμένος
σὲ τεράστιες βαπορίσιες μηχανὲς ἀνάμεσα,
γιαλισμένες
γραδελάδες καὶ θλιμένους ξέφτιους μπουλμέδες…
Κ’ ἐνόμισα
τότες ἐλεύθερος πὼς ἤμουν!
Κ’ ὅσον τὰ
μαλλιά μου τοὺς ὤμους μου ἐστόλιζαν,
τόσον ἡ πλάνη
μ’ ἐμάγευε,
ὅσον κ’ ἐὰν ὁ ἡέλιος ἔλουζε τὸ χαμόγελόν μου.
ὅσον κ’ ἐὰν ὁ ἡέλιος ἔλουζε τὸ χαμόγελόν μου.
Ὥσπου ὁ χρόνος
μ’ ἐταξείδευσε πιὸ γλήγορις
κ’ ἐμπρός
μου τείχη θεόρατα οἱ οὐρανοὶ ἐστάθησαν·
κι ἐγὼ νὰ φύγω μακρυά τους πιὰς δὲν δύναμαι.
Τὸ σπίτι
μου ἔγινε φυλακή!
Μονάχα γύρω
μου ἀφέντες…
Μήτες εἰς τὸν
λαιμὸν μ’ ἐφόρεσαν κολάρα,
μήτες εἰς τὰ
ποδάρια ἅλυσες.
Λεύτερα τὰ χέρια μου κινῶ,
μὰ ἔχω νοῦν,
ἀλήθεια σκλαβωμένον!
Μισῶ πιὰ τὶς
σκέψεις μου,
τὶς
φαρμακωμένες ὕπουλες λέξεις τὰ χείλη μου
ποὺ ξεστομοῦν!
Κι ὅταν μὲ ξύπνησε ὁ ὀδυρμός,
εἶχε ἡ ζωή
μου βασιλεύσει.
Ἤδη εἶχα ὑπογράψει
εἰς τοὺς ἀφέντες…
Σὰν τὴν
πλανεμένην ποὺ μ’ ἐγέννησεν μήτρα,
εἶχα άφήσει
εἰς τὰ χέρια τους ἀντικαταστάτην…
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
31-12-2013
φοβερον!υπερρεαστικον!ποσο θαθελα να μην ειχα αφησει
ΑπάντησηΔιαγραφή