
Ἐγώ
… ἡ Σκουριὰ
Εἰς τὰ ἴχνη τοῦ Ξέρξη
βαδίζοντας,
ἀπὸ τὴν κορφάδαν κάπου
τοῦ βουνοῦ,
εἶδα σήμερα νὰ μὲ
κυττοῦν ὑγρά, βουρκωμένα,
τῆς θαλάσσης τὰ μάτια
καὶ τὸ κορμί της γεμᾶτον
πληγές, γερασμένον,
ξερνοῦσε ἀπὸ τὰ
σπλάχνα του σκουριά.
Ἦλθεν κάποτε τὸ
σκότος ἐδῶ,
μὰ τὸ κορμί της
ἀλὼβητον ἐκράτησε.
Οὔτε τὰ ξίφη,
οὔτε τὰ δόρατα
ἄγγιξαν τὴν ψυχή της.
Καὶ ἦλθαν οἱ καιροί,
ὁποὺ ὁ χρόνος δούλα
τὴν σέρνει ἁλυσοδεμένη.
Γερὰ εἰς τὴν ἀγκαλιάν
της πιασμένη
ἡ Ψυττάλεια μόνη κλαίει,
χωνεύοντας τὰ μαῦρα
νερά,
σκοταδιασμένα νερά,
χωρὶς τιμήν, χωρὶς ἀνδρείαν.
Καὶ ἦλθαν οἱ καιροί,
ὁποὺ ἐγὼ τὴν πρόδωσα.
Ἔστειλα κατάρτια ψηλά,
μὲ σαπισμένα βαποριῶν
κουφάρια,
νὰ βιάσουν τὰ γαλάζια
της.
Καὶ ἦλθαν οἱ καιροί,
ὁποὺ τὸ φῶς,
τὰ βαθιὰ καὶ τὰ ῥηχά
της νοσταλγεῖ,
μάταια νὰ τρυπώσῃ
προσπαθώντας,
νὰ γευθῇ καὶ πάλι τῆς
ἄμμου τὸν ἔρωτα.
Καὶ ἦλθαν οἱ καιροί,
ὁποὺ ἐγὼ τὴν
ἀπαρνήθηκα.
Ἄφησα μόνην καὶ
ἀνέραστην τὴν δροσιά της,
καὶ ἄλλαξαν οἱ γοβιοὶ
ντροπιασμένοι νερά.
Καὶ ἦλθαν οἱ καιροί,
ὁποὺ σκοτείνιασε ὁ
οὐρανὸς
καὶ ἦλθεν ἡ βροχὴ
μονάχη της,
τὶς πληγές της νὰ
ξεπλύνῃ καὶ τὴν σκουριά,
μανιασμένα...