Πετράλωνα
Εἰς τὰ λιασμένα τῶν Πετραλώνων πλακόστρωτα,
ποὺ εἰς τὰ σκιερά τους πλαϊνὰ φυτρώνει τὴν ἄνοιξιν ἀγριάδα,
ἀκοῦς καμμιὰν φορὰ ἀπόηχον, φωνὴ τοῦ παρελθόντος,
ἀπ΄τὰ ξασπριασμένα μαρμαρένια πεζόδρομα·
τάκ, τάκ, τάκ, τάκ…
Θαρρεῖς πὼς μέσα τους ἀκόμη ζεῖ φυλακισμένον,
ἐκείνης τῆς ὄμορφης κυρᾶς τὸ ῥόζ τὸ τακουνάκι
καὶ τώρα ποὺ αὐτὴ ἡ πρωινὴ δροσιὰ τοῦ Μάη τὸ μαγεύει,
ὁ νοῦς μου πάει εἰς τὸ κατάλευκόν της μεσάτον φουστανάκι·
τάκ, τάκ, τάκ, τάκ…
Ἐβαστοῦσε εἰς τὸ χέρι ὀμπρελίνον τοῦ ἡλίου,
διότι ἦταν αὐτὸς μαζύ της θαρρεμένος,
ζητοῦσε νὰ ἀγγίξῃ τὸ κραγιὸν τῶν χειλιῶν της,
ὁ θρασὺς ἐραστής, ὁ ἀλήτης ὁ καημένος·
τάκ, τάκ, τάκ, τάκ…
Ἦταν γύρω πλανεμένη μυρωδιὰ ἀπ’ τὸ χῶμα,
ποὺ ἀπ’τὰ πεῦκα τὰ βελόνια καὶ τὴν χλόη εἶχε στρῶμα
καὶ σὲ γούρνα μὲ νερὸ τ’ αὔριον τραγουδούσαν τὰ πουλιά,
καὶ ὁ ἥλιος ἐζητοῦσε τῆς ὡραίας τὴν ἀγκαλιά·
τάκ, τάκ, τάκ, τάκ…
Νὰ κι ὁ Ἔρωτας ἀντίκρυ, ἐμιλοῦσε μὲ νεανία
κι ἦταν ὅλον ὁρμὴν αὐτὸς νὰ τῆς μιλήσῃ,
μ’ ἕνα μικράκι ἐστάθη γέλιο, ἴσιωσε τὸ καπελίνι,
κι ἀπ’ τὸ λουστράκι ἐζήτησε γυάλισμα εἰς τὸ σκαρπίνι·
τάκ, τάκ, τάκ, τάκ…
Ἐβάδιζε πρὸν τὸν ναόν, ἐκεῖνα τὰ ἐρείπια,
ποὺ κλέβαν πέτρες οἱ κύρηδες νὰ στήσουν ἐκκλησία,
γοργὰ πλησιάζει ὁ νεαρὸς νὰ πῇ τὰ ἰδικά του,
μὰ τρέχει καὶ ὁ χρόνος πλάι του, ποὔχει τὰ μυστικά του·
τάκ, τάκ, τάκ, τάκ…
Τί κρίμα, τί κρίμα,
πᾶνε ἐκεῖνα τὰ παλαιὰ τὰ μαρμαρένια τῶν πεζοδρόμων ἀκριανά,
ἀνθρώπου χέρι τὰ ἐξερίζωσε μαζὺ μὲ τοῦ ἀπόηχου τὴν καρδιά,
λίγα...λίγα ἄν εἶχε ἀφήσῃ μονάχα μέτρα,
ἴσως προλάβαινε ὁ νεαρός, ἐκείνην τὴν ὡραία…
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
20-6-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου