Σ’
ἕνα σοκάκι τῆς Παροικιᾶς
Περπατοῦσα ἀνάμεσα σὲ φρεσκοβαμένα σπίτια,
στολισμένα μ’ ἀνθισμένες μπουκαβίλιες,
μὲ γεράνια, βασιλικοὺς καὶ κάθε λογῆς μυρωδικά.
Ξέσερνε σὰν παλιοβάπορο ὁ νοῦς μου ἐδῶ,
εἰς τὰ καλντερίμια ἐτούτου τοῦ νησιοῦ
καὶ σκεφτόμουν τὰ λόγια ποὺ μοῦ ‘πε ἕνας φίλος,
χαζεύοντας τὸν ὁρίζοντα τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ
καὶ τὰ μετάξια ποὺ ἔδεναν τὰ μαλλιά τους εἰς τὸ
Κολόμπο τὰ κοριτσόπουλα.
-Νὰ προσέχῃς Δημήτριε,
ὁ τόπος ἐκεῖ εἶναι μαγικός,
διαολεμένα μαγεμένος
καὶ τὰ παλληκαρόπουλα τὰ κλέβει ἀπὸ τὴν νιότην
τους
καὶ τὰ ὁδηγεῖ σὲ ξέφρενον ἔρωταν γῆς καὶ ἀνθρώπου…
Χαμογελοῦσα,
ἤμουν περίπου 19 ἐτῶν, ἀτρόμητος θἄλεγα τότες
καὶ τὰ μάτια μου εἶχαν περιπλανηθεῖ
εἰς τὰ παγωμένα κανάλια τοῦ Κεμπέκ,
εἰς τ’ ἄγρια βάθη τοῦ Ἀντλαντικοῦ,
εἶχαν ἀντικρύσει τοὺς καμηλιέρηδες τῆς ἀραπιᾶς τοῦ
Τσιτσάνη,
εἶχαν τὰ πόδια μου ξεπλυθεῖ σὲ μαγικὲς στιγμές τοῦ βασιλέα Νείλου,
εἶχαν τ’ αὐτιά μου γονιμοποιηθεῖ μὲ τοὺς ἤχους τῆς
μουσικῆς
εἰς τὰ σοκάκια τῆς Νέας Ὀρλεάνης,
εἶχαν τὰ μάτια μου δεῖ τὴν λαχτάρα γιὰ φῶς εἰς τὸν βορρᾶ τῆς γῆς,
τὸ μεγαλεῖον τῆς χαμένης ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας,
εἰς τὴν Κωνστάντζα τοῦ Τσαουσέσκου εἶχαν δεῑ.
Κι ὅμως ὁ τόπος ἐτοῦτος μὲ τὰ λιγοστὰ δένδρα,
τ’ ἄπειρα μπλὲ καὶ τὰ λευκά,
ἤτανε πιότερον ἀπ’ ὅλα ποὺ τὰ μάτια μου εἶδαν.
Ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ξένους μὰ χαμογελαστούς,
σὲ ἥλιον πλούσιον καὶ πρόσφορον,
σὲ ἀκρόγιαλα καὶ σὲ λιοκαμμένους ψαράδες,
ἀνάμεσα σὲ ἁρμύρα, σὲ ἄμμο καὶ σὲ τραγούδια,
πίσω ἀπὸ τὴν ἀκριὰν τοῦ δρόμου τῆς Παροικιᾶς,
μέσα ἀπὸ τὰ στενοσόκακά της μὲ τὰ λευκὰ μπαλκόνια,
ἀκολούθησα τὶς ἀκριανὲς τοῦ ἡλίου ἀχτῖδες.
Ἐδιάλεξαν ἐκεῖ, τὸ γιασεμί, ἐπάνω εἰς τὶς κορφάδες
του νὰ σταθοῦν,
ἀνακατώνοντας τὸ φῶς καὶ τὸ ἄρωμα,
πλάι σὲ μιὰ πέτρινη καμάρα
ἀσπριασμένη ἀπὸ τὴν κυρὰ Ζαμπέτα μὲ ἀσβέστη καὶ
λουλάκι.
Καὶ τότες ἐσιώπησεν ἡ γῆς κ’ ἐδρόσισε τὸ πρωινὸν
κελάηδημα τῶν πουλιῶν.
Τότες εἶδα ἐμπρός μου τὸ χαμόγελον τῆς Παριανῆς
παιδούλας,
τῆς μικρῆς Νεκταρίας,
ἴδιον μὲ ντόπιον λευκομάρμαρον,
λουσμένον μὲ ἥλιον, μὲ Αἰγαῖον,
μὲ αὐγὴ καὶ πανσέληνον Αὐγουστιάτικη,
στολισμένον μὲ πλούσια ξανθὰ μαλλιά, μὲ χρυσοὺς
βοστρύχους.
Τὸ πάνω της χειλάκι ταρακούνησε τὸν κόσμον μου,
καθὼς ἡ εὐγένεια, ἡ ὀμορφιὰ
καὶ τὸ λευκὸν κρυμμένον πίσω τους,
ἐψιθύρισαν μίαν καλημέρα,
τὴν καλημέραν τῆς νιότης τους, τῶν δεκαπέντε ἐτῶν της.
Συνέχισε τὸ περπάτημά της,
ἀφήνοντας τὸν ἔρωτα τῆς δροσιᾶς νὰ τυλιχθῇ
μὲ τὸ χιλιόχρωμον μεσᾶτον φουστανάκι της
καὶ καθὼς τὴν κυττοῦσα ν’ ἀπομακρύνεται, τῆς εὐχήθηκα,
νὰ εἶναι πάντα φῶς
καὶ τὸ φῶς νὰ εἶναι αὐτή.
Γύρισα νὰ φύγω, γνωρίζοντας πὼς δὲν θὰ τὴν ἀντάμωνα
ξανά.
Σήμερα, 33 περίπου χρόνια μετά,
Νεκταρία τῆς Παροικιᾶς,
ἐγώ, ποὺ τὸ φῶς σου μὲ προίκισε
μὲ σκέψεις καὶ λόγια ἐτούτην τὴν στιγμήν,
σοῦ εὔχομαι νὰ εἶσαι πάντα φῶς
καὶ τὸ φῶς νὰ εἶναι ἐσύ…
Δεσποτάκης
τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
24-6-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου