
Εἰς τὰ ῥὸζ τῶν χειλιῶν σου Ἑλλάδα σιγοψιθυρίζουν τὰ μάτια σου καὶ γύρω τὰ δάση τηςμεγαλωμένα μὲ νερὰ ἀπὸ τὰ δάκρυά σου ἐξαγνισμένα καὶ φῶς ἀπὸ τὰ πετάρισμα τῶν βλεφάρων σου.Ὑπὸ τοῦ τῆς σελήνης φωτὸςτ’ ἀνάγλυφον βλέμμα σουχρωματίζει μὲ γαλανὸν ὡραῖονκαὶ διάφανον βάζει εἰς τοὺς ποταμοὺςκαὶ γύρω τους ἀφήνει τὴν φῦσιν νὰ ἐρωτοτροπῇ μαζί τους.Ἀνάμεσα εἰς τὰ ῥὸζ τῶν χειλιῶν σουτὸ λευκὸν τῆς δροσιᾶς,μὲ τ’ ἄρωμα τῆς μέντας καὶ τῆς πρωϊνῆς αὔραςτὸν ἥλιον προκαλοῦν·ν’ ἀφήσῃ θέλει αὐτὸς τὴν χαραυγὴνκαὶ ἀντίκρυ τῶν χειλιῶν σου νὰ σταθῇ.Γεμᾶτος μὲ ἀνδρισμόν,μὲ φωτιὰκαὶ κολασμένον διὰ ἐσέναν πόθον,κάθε ποὺ τὸ πρωϊνόν σου χαμόγελον βλέπει,βυθίζεται εἰς τοῦ αἰγαίου τὰ γαλάζια,ἀφήνωντας τὴν Ἑκάτη νὰ βασιλεύῃ.Γαλανὸν καὶ πορφυροῦνἁπλώνει εἰς τὰ νερὰ τῆς Ἄνδρουκι΄ αὐτὰ φλερτάρουν τὸ αἰγαῖονἴσα μὲ τῆς Σαντορίνης τοὺς κόλπουςκαὶ τῆς Μήλου τ’ ἀνεμοδαρμένα βράχια.Ἑλλάδα τοῦ πελάου μὲ τὰ λευκὰ ξωκκλήσια,τοῦ γιασεμιοῦ καὶ τῆς ἑλιᾶς·σοκάκια ἀσβεστωμένα καὶ μαβιὲς μπουκαμβίλιες καὶ καθάριες κρυστάλλινες χρυσωμένες γύρω τους ἁμμουδιές καὶ ἑορτὲς αὐγουστιάτικεςμὲ δροσερὸν κρασὶ καὶ νησιώτικες πίτεςγεμᾶτον τὸ βλέμμα σου.Λαβωμένη Ἑλλάδα ἡ σκέψις σου,ἕνα μὲ τὴν γῆς τὰ γλυπτὰ κι’ οἰ θεοί·μὲ μίσος ἐπάνω τους τὸ χορτάρι πατᾶ,νὰ τοὺς κρύψῃ τὸν ἥλιονκαὶ ἡ βροχὴ ἀνέραστη,νὰ μὴν ποτὲ τὰ γευθῇ.Ἴσως νὰ ἔλθῃ κάποτε ἡ χαρά,ἱκέτιδα...