Πλανήτης Γῆ 2014
Πίσω ἀπὸ τ’
ἁγιόκλημα
στάθηκες μικρὸν κορίτσι,
ποὖχε κουρσέψει χρόνους τώρα,
τὶς πετριὲς τοῦ ἁρμυρισμένου ἐτούτου
φάρου.
Ἐξόδευε ὁ ἥλιος
ἐδῶ ἁπλόχερα
χρυσάφι
κι ὅλον τ’ ἀστρολαμπύρισμα τῶν οὐρανῶν ἔπλεε
ἐδῶ νά,
εἰς τὸ πέλαγος,
ἐμπρός σου.
Σὲ μάγευε
τὸ ἄρωμα
τῆς μαντζουράνας μικρὸν κορίτσι,
ποὖχε ξεφυτρώσει εἰς τὸν κάποτες άντικρυνὸν ἀσπριασμένον τοῖχον·
κι ἦταν σὰν πίνακας ζωγραφικῆς,
καθὼς μέσα εἰς τὸ ξεθωριασμένον ἀσβέστωμα,
ἀκόμη ζοῦσε τ’ ἀπόχρωμα
ἀπὸ τὸ λουλάκι,
ἕνα ξημέρωμα μὲ φθινοπωρινὴν δροσιά,
μὲ τὸ ἄκουσμα ἀπὸ τὸ πρῶτον πάτημα εἰς τὴν γῆς
τοῦ διστακτικοῦ ψιλόβροχου
καὶ φῶς
ποὺ μόλις μᾶς ἐκαλημέριζε,
πέρα ἀπὸ τὰ γκρίζα χρώματα τ’ οὐρανοῦ.
Μονολογοῦσες μικρὸν κορίτσι,
χαζεύοντας τ’ ἀγκάλιασμα
τῶν βράχων
μὲ τὴν ἁγνὴν
λευκότητα τῶν κυμάτων,
αἰῶνες τώρα ποὺ βαστοῦν αὐτὸν τὸν ἔρωτα.
Μονολογοῦσες, μὰ τὸ πέρασμα ἀπ’ τ’ ἀγέρι,
μὲ τόλμην
ποὺ θὰ ζήλευε καὶ τὸ
γεράκι ἀκόμη
τὴν ὥρα
τῆς θανατερῆς βουτιᾶς του,
ἅρπαζε τὰ λόγια,
καθὼς αὐτὰ ἀποχαιρετοῦσαν τὰ χείλη σου
καὶ τὰ ἐσκόρπιζε
εἰς τὶς πλαγιὲς τῶν βουνῶν,
νὰ χαθοῦν μέσα εἰς τὰ πράσινα, τὰ γαλάζια,
τὰ μῶβ
καὶ τὰ μύρια ἄλλα χρώματα,
ποὺ ἐγεννοῦσε ἐκειὰ ἡ γῆς…
καὶ πάλι ἐγύριζε
ὕστερα εἰς τὸν κόσμον τῶν χειλιῶν σου,
μὴν καὶ χάσει
ἔστω καὶ μίαν
δειλήν σου πρωτογέννητην λεξούλα.
Μονολογοῦσες μικρὸν κορίτσι,
καθὼς ὁ χρόνος πότες τὴν γῆς ἐβίαζε,
ἀφήνοντας τὴν φωτιὰ νὰ τὴν κάψῃ
ἐρημώνοντας ἔτσι τὸ γέρικον
χῶμα,
ἀνήμπορον πλέον νὰ γευθῇ
ἔστω τὸ μύρισμα
τοῦ σκορπισμένου σου λόγου
καὶ πότες
ἀφήνοντας
τ’ ἀγέννητα
νερά,
νὰ σκεπάσουν κάθε προσπάθειαν τῆς χλόης,
νὰ ζήσῃ μὲ τὸ φῶς.
Μονολογοῦσες κι ἐβάδιζες
πλάι μὲ τὸν
χρόνον,
ἀπὸ τότες
ποὺ πρωτάκουες τὶς ἀλήθειες νὰ τραγουδοῦν καὶ νὰ
χορεύουν,
κάθε ποὺ ὁ ἥλιος ἐφώτιζε
τὸ πρόσωπόν σου,
ἀκόμη καὶ σὰν γύρω σου μονάχα τὸ λευκὸν ἐστόλιζε τὰ πατήματά σου,
ἀκόμη καὶ ὅταν
οἱ οὐρανοὶ ἐπάνω σου ὀργισμένοι,
μὲ βοὴν φοβερὴν καὶ κραυγὲς ἀνίστορες ἐξεσποῦσαν,
ἐσὺ μικρὸν κορίτσι, ἐβάδιζες
καὶ μονολογοῦσες.
Κι ἦταν τὰ λόγια
σου τρυφερά,
σὰν τὸ βύζαγμα
τῆς μητέρας,
σὰν τὸ βλέμα τῆς σκύλας, πλάι της ποὔχει τὰ μωρά της,
σὰν τὸ καμάρωμα τῆς ἀνεμώνας
ποὺ στέκει εἰς τὰ ῥιζὰ τοῦ βράχου μονάχη,
σὰν ἀθάνατη μυρωδιὰ ἀπὸ ἄγρια
φασκόμηλα,
σὰν ζεσταμένα ἀπὸ τὸν ἥλιον,
χεράκια παιδικά.
Κι ἦταν τὰ λόγια
σου δυνατά,
σὰν τὸν ὄγκον
τῶν βράχων ποὺ ἐβαστοῦσε ἡ ἀκρινὴ αὐτὴ γῆς,
σὰν τ’ ἅγια χώματα ποὺ ἐβάσταζαν τὰ ξένα
ποδάρια,
μὴν καὶ τὰ
βλαστάρια του πατήσουν
καὶ μείνει στεῖρον κι ἀμύρωτον,
σὰν τὴν γλύκα τοῦ φραγκόσυκου
ποὺ σὲ
προκαλεῖ μὲ τὴν ἄγριαν
κορμοστασιά,
σὰν τὸν πόνον τοῦ δάσους,
ἀλύπητα ποὺ κτυπᾶ μιὰς τὸ φῶς,
μιὰς τὸ σκότος,
μιὰς ἡ
βροχή, τ’ ἀνεμοδούρια μιάς.
Κι ἦταν τὰ λόγια
σου σκληρά,
σὰν μιὰ ντουφεκιὰ ποὺ τὸ βόλι της κτυπᾶ τὸ
πουλὶ
κι αὐτὸ
ξεψυχᾶ εἰς τὰ χέρια
τ’ ἀπανθρώπου·
σὰν τὸ χέρι
τ’ ἀπανθρώπου ὑψωθῇ
καὶ τὸ
κατέβασμά του μὲ βίαν
εὕρῃ ἄνθρωπον,
σὰν ὁ Θεὸς νὰ ξεχνᾶ…νὰ
ξεχνᾶ, νὰ ξεχνᾶ μικρόν κορίτσι.
Καὶ παντοῦ ὁποὺ ἐπερνοῦσες,
ὄρθωναν τ’ ἄνθη τ’ ἀνάστημά τους, νὰ σ’ ἀντικρύσουν,
νὰ γίνῃς τροφὴ τῆς ἀνοιξιάτικης φορεσιᾶς τους θὰ ἤθελαν…
κελαϊδοῦσε ἡ φύσις
χαρούμενα γύρω,
τόσον ποὺ θαρροῦσα πὼς ὁ πέτρινος ἐτοῦτος
φάρος
θὰ ἐφώτιζε πάλι τὸ σκότος,
μὴν καὶ παρασύρῃ ἀνθρώπους εἰς τὸν χαμό.
Μὰ δὲν ἔχει πιὰ ψυχὴ ζωντανὴ αὐτὴ ἡ πέτρα.
Ἐπάνω της κτυπᾶ τὸ
μονολογημά σου
καὶ αὐτὴ μονομιάς τὸ στέλνει εἰς τὴν θάλασσα ἐμπρός της,
ὁποὺ ἀκολουθώντας τὰ κύματα,
νὰ φθάσῃ εἰς τὰ πέρα
πέλαγα, εἰς τὰ πέρα
μέρη,
μὴν κι ἐκεῖ κάποιος φάρος ἄλλος,
ἀψηφήσῃ τὴν πέτρινη κορμοστασιάν του
καὶ μαζὺ μὲ τὰ χαμόμηλα, τὰ θαλασσοπούλια, τ’ ἁλατισμένα βράχια,
νὰ ἐνδυθῇ τὸ φῶς
καὶ μέσα ἀπὸ τὶς ἀπέραντες νύκτες,
νὰ ὁδηγήσῃ τὰ παραδερμένα ναυάγια,
πίσω εἰς τὴν ζωή.
Ὦ, μικρὸν κορίτσι,
ἡ ζωὴ ἐμίλαγε γιὰ τὸν
Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη
του
κι ἐσὺ
μονολογοῦσες γιὰ τὶς
χιλιάδες παιδιὰ
ποὺ ὁλημερὶς σκοτώνει ἡ πεῖνα καὶ ὁ πόλεμος.
Αὐτὴ ἔχει ἑκατομμύρια θαυμαστὲς
καὶ μύρια πλούτη,
Ἐσύ, τὴν ῥετσινιὰ τοῦ ἀθέου,
εἰς τὴν
γεμάτην
ἀπὸ
Θεούς,
γῆς ἐτούτη.
Δεσποτάκης
τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
11-9-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου