Ὁ ταξειδιώτης
Μιὰ γουλιὰ κρασὶ ἀκόμη εἰς τὰ χείλη του ἔσταξε
κι εὐθὺς ὅλος
ὁ κόσμος
γύρω
του μακρὺς
καὶ ἄνυδρος
ἔγινε
δρόμος.
Πίσω του εἶχε
τοῦ
νησιοῦ
του τὸ δείλι
καὶ τὸ χάραμα
καὶ εἰς τὰ πέρατα
τοῦ νοῦ
του τοῦ
παιδιοῦ
του τὰ νιάτα.
Ἕνας ἔμεινε μονάχα πίσω του ἔρωτας
ἀπὸ τὸν χρόνον τὸν παλαιὸν γεννημένος
καὶ τώρα ἀπὸ
σκιὲς
καὶ ὀνειρέματα,
σκόνη σκεπάζει
τοὺς
τροχοὺς
καὶ τ’
ἀγριέματα.
Τὸν εἶδα ἕνα
βράδυ
νὰ
γλεντᾶ μὲ ῥακί·
εἶχε εἰς τὰ μάτια
του μέσα
πυρωμένον
σπαθί,
ἐπάνω εἰς τὴν λάμα, εἰς τὴν κόψιν χαραγμένα,
τ’ ἀδέλφια
του εἶχε
ποὺ τοῦ εἶχαν
πάρει
οἱ
Θεοί.
Ἔτσι ἐγυρνοῦσε ὁ ταξειδιώτης τὸν κόσμον,
ἀφήνωντας πίσω του αἷμα κι ὀνείρατα·
πλάι του καθόταν
ἡ
σιγή, ὁ πόνος,
ἡ ἁρπαγή,
τὸ μοναχικόν
του χαμόγελον,
τῆς
ζωῆς
του ἡ
σφαγή.
Πατρίδαν
ἔκαμε
τοῦ φορτηγοῦ τὴν
καμπίνα
καὶ κάποιες φορὲς εἶχε
μονάχα ἐλιὲς
καὶ
ψωμί,
σκονισμένον
καφέ, οὐίσκυ
φτηνὸ
καὶ γύρω βροχή μὲ
συντρόφους
τὰ σύνεφα
καὶ εἰς τὸ
κλειδὶ
περασμένη
μιὰ
τρυπημένη
δραχμή.
Μὰ τώρα ποὺ εἶναι
ἐμπρός
μου ὀρθός,
τὸν ῥωτῶ,
νὰ εἶναι ἄραγες
ἡ ζωὴ κακιασμένη
μαζύ
του
ἤ ταξειδιώτη πίσω τὴν γλύκα της ἄφησες
καὶ τὴν θλῖψιν
μακρυὰ ὁδηγεῖς;
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
26-11-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου