Ματωμένον καλοκαίρι 1974
Φοροῦσα τὸ κοντόν μου παντελόνι
καὶ γεμᾶτος χαράν, ἐξεκίνησα νὰ πάω σχολεῖον.
Ἤμουν
περίπου 15 ἐτῶν
καὶ ἡ ἡμέρα ἦτο ξεχωριστή.
Ἤμουν ἐρωτευμένος μὲ τὴν μικρούλα Κύπρον!
Θὰ περνοῦσα ἀπὸ τὸ σπίτι της,
πέρα ἀπὸ τὴν ἄσφαλτον,
μέσα ἀπὸ τὴν Ἄνοιξιν
ποὺ πάλευε ν’ ἀναστηθῇ
καὶ νὰ συναγωνισθῇ τὴν καλοκαιριά
καὶ χέρι χέρι θὰ πηγαίναμε σχολεῖον.
Τὴν εἶδα ἀπὸ μακρυὰ νὰ τρέχῃ
καὶ μέσα εἰς τὰ μάτια της,
τὰ γαλάζια τῆς γῆς νὰ ταξειδεύουν
ἐπάνω σὲ στεφανωμένα ἅρματα,
μὲ γεννήματα τῆς Κύπριδος ἄνθη.
Τρέχοντας ὁ ἥλιος ἤθελε νὰ μὲ προλάβῃ·
νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ πρῶτος,
θ’ ἀγγίξῃ τῶν χειλιῶν της τὴν πρωινὴν δροσιά.
Τὸ κορίτσι μου, ὁ μεγάλος μου ἔρωτας, ἡ Κύπρος μου,
ἦταν τὸ Φῶς γεννημένον μέσα μου.
Γύρισα τὸ κεφάλι ψηλά, νὰ εἰρωνευθῶ τὸν ἥλιον,
διότι ἤμουν ἄνεμος ταχύς θαρροῦσα.
Μὰ ἐπάνω ἦταν ἡ σκοτεινιά!
Χαμογελοῦσε ἄγρια καὶ οἱ κραυγές της σκοτείνιασαν τὴν γῆν.
Ἔφτυσε
φωτιά!
Κι αὐτὴ ἡ κολασμένη, τρέχοντας διαβολεμένα
καὶ τὸν ἄνεμον καίγοντας,
ἀγκάλιασε τὴν μικρούλα μου Κύπρον!
Ἡ κραυγὴ τῆς μάνας Ἑλλάδος ἄγγιξε τὸν οὐρανόν,
σκίστηκε εἰς τὰ δυὸ ἡ αὐγή
καὶ τὸ αἷμα τῆς Κύπρου ξερνοῦσε.
Κυλίσθηκα ἐπάνω της
καὶ βάφοντας τὸ πρόσωπόν μου
μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ χῶμα ποὺ τὴν ἀγκάλιασε,
ξαναγεννήθηκα!
Ζεῖ ὁ Ἕλλην τῆς Κύπρου μέσα εἰς τὶς καρδιές μας,
καὶ τὸ κορίτσι μας,
περιμένει νὰ τὴν κάνωμεν σύγκοιτην τῆς ζωῆς μας…
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
24-6-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου