Ῥακὴ τὴν αὐγή
Δὲν ἐβάσταγα ἄλλο νὰ προσμένω
κι ἐπαὲ
καθισμένος
ἐχάζευα
τὴν ἀκριοῥεματιά
κι ἔφευγε
μετὰ ἡ
θωριά
μου,
ἐκειὰ εἰς τὰ ὑψηλὰ ὅρη ἀντίκρυ μου.
Λαλλοῦσαν
τὰ
κοκκόρια
πὼς ἔρχεται
τὸ φῶς
καὶ οἱ τεράστιες
καρυδιὲς
πλάι
μου, γιομᾶτες καρπόν,
μέσα ἀπὸ τὸ θρόισμα
τῆς
δροσιᾶς
τους, μοῦ
χαμογελοῦσαν.
Πιὸ πέρα, ὁ ἔρωτας
ἔπαιζε
μὲ τὴν
συκιὰ
καὶ πιὸ πέρα
μὲ τὶς
βελανιδιὲς
καὶ πιὸ πέρα ἀκόμη ἔπαιζε,
ὅπου τὸ μάτι μου μου δὲν ἐξεχώριζε παρὰ μόνον τὼν δένδρων τὸ πράσινον,
τ’ ἄγριον
τῶν ὁρέων,
τὸ
λευκὸν τῆς αὐγῆς…
κι ἔπαιζε
ἀκόμη
σὰν ὁ Φοῖβος
μονάχος,
ὀρθὸς μὲ καλημέριζε.
Ἄκουα τοὺς ὕμνους τῶν ζωντανῶν,
τὴν πεταλοῦδα ἐκυττοῦσα
πὼς ἐτρυγοῦσε
τ’ ἀεράκι,
τὸ ξάφνιασμα τῆς πέτρας,
ὁποὺ ὅλους ἐμᾶς μᾶς ἐβαστοῦσε ἡμέρες τώρα,
χωρὶς
ν’ ἀγκομαχήση.
Κι ἔτσι
ὅπως
τὸ
δροσιὸ ἔπαιζε
μὲ τὸ
μυαλό
μου,
ὀρθὸς ἐμπρὸς εἰς τὸ φῶς τὸ πρωινὸν τῶν Καρίνων,
ἄφησα τὴν ῥακὴ νὰ κυλήσῃ μέσα μου.
Ἐσὺ ξένε, σὰν ἐμένα ταξειδιώτης,
ποὺ ῥιγεῖ τὸ
κορμὶ καὶ τὰ μάτια
σου σφαλλοῦν,
μὴν κι ἐτοῦτον
χάσουν
τὸ γέννημα
ὁποὺ μᾶς
προσέφερε
ἡ Κρήτη
Γῆς,
μὴν ἀργήσῃς τὸ
νοικοκύρεμα
τῶν ὀνείρων
σου νὰ
ξεκλειδώσῃς.
Ἐπαέ, ὅπως ἐψὲς μοῦ τὸ μουρμούρισε ἡ πύρινη ἀμμουδιά,
εἰς τὴν ἄκριαν
τοῦ
Λυβικοῦ
πελάγου
μὲ τὰ
ξεχασμένα
νερά,
ἀπὸ ἐλεύθερον χρόνον εὐλογημένα.
Ἐπαέ, ὁποὺ ὁ Ξένιος Ζεῦς ἀκόμη ζεῖ,
ἐπαέ, ὁποὺ τὰ πουλιὰ ἀκόμη κελαηδοῦν,
ἐπαέ, ὁποὺ τὰ γεράκια κι οἱ ἀετοὶ βασιλεύουν ἀπάνου μας,
ἐπαέ, ὁποὺ ἐγὼ ἔκλαψα ἀνάμεσα είς τὴν ῥακί,
τὴν Ἰσμήνη, τὸν
Δημητρό, τὸν
Νικολιό, τὸν Σίμο,
ἐπαέ, ὁποὺ ἡ γῆς τῶν Καρίνων μοῦ ἐθύμισε πὼς εἶμαι ἄνθρωπος
καὶ πὼς τώρα
ποὺ φεύγω,
θὰ πρέπῃ νὰ
θυμηθῶ νὰ
παραμείνω…
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
16-8-2014
Καρῖνες Ῥεθύμνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου