Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Γεώργιος Λαγουδάκης

Γεώργιος Λαγουδάκης Εἰς τὴν γῆς ἐτούτην ἐπάτησα, τῶν Καρινῶν, κι ἐγνώρισα τὸν λέοντα τὸν Γιώργη· τὸν Γιώργη ποὺ ἦταν κόσμημα, ποὺ ἦταν παιδὶ Θεῶν, τοῦ Δία ποὺ ἦταν γέννημα, τῶν Καρινῶν λαμπρόν. Τὸ ᾿να του χέρι ἥλιος ἐβαστοῦσε, τὸ ἄλλον πέλαγος, τ’ ἀγριοθαλασσί· κι ἔτσι τὸν ὁδηγοῦσε ὁ ἄνεμος τοῦ Ψηλορείτη, νἄχῃ πρωινὸν καὶ κάθε δειλινόν, γλέντί. Εἶχε εἰς τὰ μάτια του φωτιά, πύρωμα τῆς καρδιᾶς του, κορμὶ σὰν τ’ ἄγρια βουνὰ καὶ ἡ λευκή του κεφαλή, ὁ Ξένιος ἦταν Ζεῦς, τοῦ κόσμου ἡ ἀρχή. Ἐμίλαε καὶ ἔτρεμε γύρω ὁ ντουνιᾶς, καθάριος λόγος, τῶν ἀνδρῶν κι ἐγέλαε ὕστερα σὰν γίγαντας, τῶν Καρινῶν σοφῶν. Πίσω ἀπ’ τ’ ἄσπρια γένια του, τὰ χιονισμένα του μαλλιὰ καὶ τ’ ὀρεινὸν χαμόγελόν του, ἔκρυβε ἐτούτη ἡ  γῆς γνήσιον Κρητικάκι, τὸν Γιώργη Λαγουδάκη. Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς Ἔλλην 12-8-2014 Γιώργης Λαγουδάκης,Δημήτρης Ἀνδρουλιδάκης, Δημήτριος Δεσποτάκης. ...
Συνεχίστε την ανάγνωση »

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Ῥακὴ τὴν αὐγή

Καρῖνες  Ῥεθύμνου. Ῥακὴ  τὴν  αὐγή Δὲν ἐβάσταγα ἄλλο νὰ προσμένω κι ἐπαὲ καθισμένος ἐχάζευα τὴν ἀκριοῥεματιά κι ἔφευγε μετὰ ἡ θωριά μου, ἐκειὰ εἰς τὰ ὑψηλὰ ὅρη ἀντίκρυ μου. Λαλλοῦσαν τὰ κοκκόρια πὼς ἔρχεται τὸ φῶς καὶ οἱ τεράστιες καρυδιὲς πλάι μου, γιομᾶτες καρπόν, μέσα ἀπὸ τὸ θρόισμα τῆς δροσιᾶς τους, μοῦ χαμογελοῦσαν. Πιὸ πέρα, ὁ ἔρωτας ἔπαιζε μὲ τὴν συκιὰ καὶ πιὸ πέρα μὲ τὶς βελανιδιὲς καὶ πιὸ πέρα ἀκόμη ἔπαιζε, ὅπου τὸ μάτι μου μου δὲν ἐξεχώριζε παρὰ μόνον τὼν δένδρων τὸ πράσινον, τ’ ἄγριον τῶν ὁρέων, τὸ λευκὸν τῆς αὐγῆς… κι ἔπαιζε ἀκόμη σὰν ὁ Φοῖβος μονάχος, ὀρθὸς μὲ καλημέριζε. Ἄκουα τοὺς ὕμνους τῶν ζωντανῶν, τὴν πεταλοῦδα ἐκυττοῦσα πὼς ἐτρυγοῦσε τ’ ἀεράκι, τὸ ξάφνιασμα τῆς πέτρας, ὁποὺ ὅλους ἐμᾶς μᾶς ἐβαστοῦσε ἡμέρες τώρα, χωρὶς ν’ ἀγκομαχήση. Κι ἔτσι ὅπως τὸ δροσιὸ ἔπαιζε μὲ τὸ μυαλό μου, ὀρθὸς ἐμπρὸς εἰς τὸ φῶς τὸ πρωινὸν τῶν Καρίνων, ἄφησα τὴν ῥακὴ νὰ κυλήσῃ μέσα μου. Ἐσὺ ξένε, σὰν ἐμένα ταξειδιώτης, ποὺ ῥιγεῖ τὸ κορμὶ καὶ τὰ μάτια σου σφαλλοῦν, μὴν κι ἐτοῦτον χάσουν τὸ γέννημα ὁποὺ μᾶς προσέφερε ἡ Κρήτη Γῆς, μὴν ἀργήσῃς τὸ νοικοκύρεμα τῶν ὀνείρων σου νὰ ξεκλειδώσῃς. Ἐπαέ, ὅπως ἐψὲς μοῦ τὸ μουρμούρισε ἡ πύρινη ἀμμουδιά, εἰς τὴν ἄκριαν τοῦ Λυβικοῦ πελάγου μὲ τὰ ξεχασμένα νερά, ἀπὸ ἐλεύθερον χρόνον εὐλογημένα. Ἐπαέ, ὁποὺ ὁ Ξένιος Ζεῦς...
Συνεχίστε την ανάγνωση »