
Κ Υ Π Ρ Ο Σ
Κραυγές, καπνιὰ καὶ θρῆνος...
λαβωμένη γέρνει ἡ ἐλευθερία,
εἰς τὸ χῶμα τῆς Κύπριδος τ’ ἀλαφρύ·
γύρω της, παντοῦ,
τὸ αἷμα ξερασμένον,
ἀπὸ μωρὰ καὶ γέρους καὶ μάνες καὶ νιούς...
Ἔθαψα εἰς τὸ χῶμα μου βλαστάρια καὶ ἀνθοὺς
καὶ τὰ ποτάμια μου κόκκινα,
τὸ χῶμα μου ἔγινε μαῦρον καὶ βαρύ,
σκίζει τὸν ἥλιον
ἀπ’ τὴν ψυχήν του ἡ κραυγή.
Ὑυυυπερίίίίωνα...
τὸ κτῆνος εἶναι,
τοῦ τούρκου εἶναι ἡ ἀγραμματωσιὰ ἐδῶ
καὶ τῶν ἐθνῶν ἡ μαύρη ζήλεια,
μὲ νύχια γαμψὰ
καὶ μαυροντυμένες καρδιές,
κυνηγημένες ἀπὸ τὸ φῶς,
ξερνοῦν τὸν θάνατον,
σὲ κάθε ἰδικόν σου ὡραῖον.
Παγγαία Μητέρα...
εἰς τὴν ἄκρην τοῦ στήθους σου,
στολίδι μὲ εἶχες·
μὲ ζωγράφισε ἡ ἱστορία μὲ χρώματα,
πρῶτα τὸ γαλάζιον καὶ τῆς χλόης τὸ πράσινον,
μετὰ τὸ πορφυροῦν,
τὸ ὡραῖον τοῦ βασιλέματος
καὶ τὸ γκρὶ τῆς συννεφιᾶς
κι ἔπειτα,
εἰς τοὺς ὥμους μου ἔβαλε,
τὸ κόκκινον τοῦ αἵματος καὶ τῆς συμφορᾶς.
Εἶμαι ἡ Κύπριδα, εἶπε,
κόρη τῆς φωτιᾶς...
ἤμουν ἐκεῖ, ἀρχαία ψυχή,
τοῦ Ὁμήρου στασίδι,
τοῦ Διγενῆ, τοῦ Εὐαγόρα, τοῦ Αὐξεντίου…
ῥιζογεννοῦσα μάνα ἥρωες.
Ῥέει τὸ αἷμα μου τώρα
καὶ κάθε τοῦ κτήνους ἀνάσα,
ἕνα παιδί μου νεκρόν...
καὶ μόλις τὰ κατέβασα,
ἀπὸ τῶν ἄγγλων τὶς κρεμάλες.
Τὰ στόλισα μὲ τὴν Δόξα,
τὴν Ἀθάνατον Ὡραίαν Ἐλευθερίαν,
ῥόδισα τὰ μαρμαρένια...