
Λογοφόνοι
Εἶμαι ὁ Δεσποτάκης
τῆς Δαμητρός,
Ἕλλην.
Καὶ λέγω Ἕλλην παρὰ
τὶς προσπάθειες
ποὺ τὸ σύστημα
καταβάλλει,
ὥστε νὰ μὲ πείσῃ πὼς δὲν εἶμαι
ἤ ἔστω νὰ ξεχάσω πὼς
εἶμαι,
καθὼς πιὰς δὲν ἔχω
ὄνειρα,
παρὰ αὐτὸ τῆς ἐλπίδος.
Ζῶ πολλὰ χρόνια
ἀνεβασμένος σὲ ἕνα δένδριον,
μὲ πλουμιστὰ κλαριὰ
ἀπὸ φυλλώματα
καὶ κάπου κάπου,
βλασταίνει ἐπάνω του
κάποιος καρπός.
Ὅμως ἀμέσως, βρώμικος
ἄνεμος τὸν πνίγει
καὶ βροχὴ μὲ χρώματα
ἄσχημα,
ποὺ ὕστερις βγάνει
μονόμαυρον οὐράνιον τόξον,
μολύνει τὰ ῥιζά του
καὶ μονάχος ὁ καρπός,
πίπτει·
πλάι γιὰ λίγο ζεῖ εἰς
τὸ χῶμα καὶ τὸν κορμόν
καὶ ἀποθνήσκει.
Ἔτσι ζῶ μονάχα
ἀνάμεσα σὲ ἄσαρκους καρπούς,
ποὺ ᾿ναι ὁ λόγος-αἷμα
τους, μοῦχλα κι ἀπανθρωπιά!
Τρέφομαι μονάχα μὲ
λόγον καὶ πράξεις,
ποὺ σὲ αὐτὸ δὲν
φύονται τὸ δένδριον.
Μονάχα κάθε ποὺ
ἔρχεται ἡ ἕκτη τοῦ Ἀπρίλη ἡμέρα,
ἕνας βλαστὸς μέσα ἀπὸ
ἀβίαστον κλαρί πετιέται·
κι εἶναι τότες μιὰ
ἀγκαλιὰ ὁ νοῦς μου ὁλάκερος,
τροφὴ τοῦ νέου
φύλλου.
Μακρυὰ στέκουν οἱ
μαῦροι λογοφόνοι
καὶ εἰς τὰ γύρω
κλαδιὰ
καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ
πλουμιστά φυλλώματα,
σχεδὸν κι ἀπάνω μου,
εἰς τὸ πετσί μου σχεδὸν γραπωμένες,
κάμπιες σκοτεινές,
κατατρώγουν κάθε νιογένητην λεξούλα.
Μέσα μου ὅμως, χρόνους
τώρα,
ἁπλώνουν ῥίζες τὰ μικρὰ φυλλαράκια
ποὺ ἐγέννησεν...