
Ἡγέτιδα Φωνή
Φίλεψε ὁ ἥλιος
τὴν αὐγὴ
μὲ δίκαιον φῶς,
μὲ χρυσὴν
μαρμαρυγὴ
καὶ ἀνέμους
δελφικοὺς πελαγωμένους,
μὲ πορτοκαλιὰ
χρώματα Ἀργεινὰ
καὶ βυσσινιὰ
τῆς Ἐδέσσης ὡραῖα·
βαθειὰ μέσα εἰς
τὸ σκοταδιασμένον Αἰγαῖον
τὴν μιὰ
ἐβυθίσθη
καὶ Ἰόνιον
γαλάζιον ἀνεδύθη τὴν ἄλλην,
ἴσαμε δυὸ
ἁπλωτὲς ἀντίκρυ
ἀπὸ τῆς Θήρας
τὸ ξημέρωμα.
Ἱδρωμένος
ἐστάθη πίσω τους,
γεμάτος
σοφίαν Ἑλληνίδαν,
Αὐτός,
τῆς γνώσεως
ἐραστὴς ἁγνός.
Λιαστὸς ἀπάνω σὲ πέτρα σοφή,
εἰς τὸν βράχον
ὁποὺ ὑπάρχει Ἑλληνικὴ
καλὰ κρυμμένη
σκέψις,
πίσω ἀπὸ τὶς
ἀνταύγιες τοῦ σπαθιοῦ
σὰν ἀπ’ τὸ
θηκάρι του ξεσέρνει
καὶ ἡ λάμψις
γύρω του, ζωὴ
καὶ εἶναι ὅρη
καὶ πέλαγα καὶ πηγές
καὶ παντοῦ
αὐγουστιάτικον θυμάρι.
Ὀρμή, ὁργή,
γνῶσις καὶ θυμίαμα,
τὸ φίλεμά του
σὲ πλήρωσε
καὶ τότες
ἄφησε μονάχην
τὴν παγγαία νὰ στρυφογυρίζῃ,
ἡγέτιδαν
ἀναζητώντας.
Ντροπὴ τὸν λόγο
σκεπάζει,
μαινάδα Ἀγαύη
αὐτῆς τῆς αὐγῆς
καὶ μέσα φέρεις
ἀπ’ τὴν παραφροσύνην,
φωτιά,
φωτιὰ φέρεις κι
ἀτσάλι·
εἶμαι ἡ γλῶσσα
εἶπες, ἡ Ἑλληνική,
παραχαραγμένη,
παιδούλα ἤμουν,
ἄσπιλη
καὶ τώρα βιασμένη,
γενίτσαρος τῆς
λογικῆς
καὶ τῶν σαθρῶν
χειλιῶν τῆς agglikhs
καὶ γύρω μου
εἶπες, λόγος,
ποίησις
ἀτιμωμένη,
ἐπάνω σὲ πέτρα
τὰ ἴχνη μου εἶπες.
Ὀρμήνευσα,
εἶπες, τὸν ἄνθρωπον
καὶ ἐνδεδυμένη
στόλισμα κεντημένον
ἀπὸ τῶν τόνων
τὰ χέρια
καὶ...