Ἡ
Μαρία τοῦ μελιοῦ
Ζοῦσε σὲ μιὰ κυψέλη μαγική,
ποὺ ᾿χε θύραν
δίφυλλην κι ἁγνήν.
Κυττοῦσα ἀπὸ μακρυὰ
χωρὶς ἀναπνοήν,
ποὺ ᾿ταν ἡ μιὰ τῆς
γῆς χιονιᾶς,
ἄνοιξις τοῦ Αἰγαίου ἡ
ἄλλη.
Καὶ πρόσμενα ὅλος
σιωπήν καὶ νοῦν ὁλανοιγμένον,
τὸ μέλι νὰ τρυγήσω.
Ἡ μιὰ ἦταν κατάσπριον
λευκόν,
ἐλάτους μολυβένιους,
παιδοῦλες καστανιές
κι ἦταν σὲ μιὰ
λιμνούλα,
ἥλιος μικρός, αὐγὴ
μικρὴ καὶ μιὰ μελισσοπούλα.
Γαλάζιον ἀνυχτέρωτον
ἡ ἄλλη.
Νύμφες μὲ ξάσπρια
κορμιά μαζύ του ἀγκαλιασμένες,
ἡ Σίφνος ἐκειὰ κι ἡ
Σίκινος, δυὸ πέτρινες γοργόνες.
Κι ὁλόχρυσον εἶδα
κλειδί,
ἀπὸ τὸ Φῶς τῆς Δήλου καμωμένον·
Δῶρον τοῦ Φοίβου ἀπ’τὰ
πελάη ἔφεραν,
λεύτερες ἀνεμῶνες.
Ἡ ὥρα θὰ ᾿τανε ποὺ
πύρωνε ὁ Λόγος
σὰν ὁ ὕμνος τὴν θύραν
τῆς κυψέλης ἄνοιγε
κι ὀρθὴ ἀνάμεσα εἰς
τὸ ἀσπροχιόνατον
κι Ἑλληνικὸν
Γαλάζιον,
ἔψαλλε ἡ Κόρη
Ἔκφρασις,
Ἡ Μαρία ἦταν τῆς
Κυψέλης,
ἡ Μαρία ποὺ ποιεῖ τὸ
ἦθος τοῦ μελιοῦ,
ἡ Μαρία τοῦ μελιοῦ…
Δεσποτάκης
τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
17-01-2013