Χρώματα μύρια
Ἦταν εὔμορφον τῆς ζωῆς ξημέρωμα
καὶ εἰς τὴν ἄκριαν ἐστεκόμουν τῶν βράχων,
καμαρωτοὶ ποὺ ἐστέκοντο τῆς θαλάσσης ἐμπρός·
ἀρχὴ μιᾶς στιγμῆς τῆς πρώτης μητρός.
Ἐγευόμουν τὴν λιασμένην τοῦ ἀνέμου ἁρμύραν·
μὲ πάθος ἐμύριζα τὸ ζηλευτὸν τοῦ ἡλίου φῶς,
σὰν ἐχρύσωνε, ὡς ἅγιος μὲ μῦρον,
τὴν ἄγριαν κορμοστασιάν τους.
Ἄκουα σὰν μέθη τὰ λόγια,
μύησις ἀρχαίων θεῶν, τοῦ φλοίσβου εὐχή,
ὁποὺ ἐπάνω τους ἀφῆκε τὸ κῦμα,
σὰν ἀπ’τὰ βάθη τὰ ἥμερα, τ’ ἄγρια, ὁμιλοῦσε τὸ ποίημα.
Ὡς πέλαγον ἑλληνικόν, γαλάζια, ἀμύθητα,
χρώματα μύρια σὲ ἀκατέργαστη παλέτα,
σπόρος ποὺ ἄφησε ἡ φωτιὰ στὴν καρδιά μου,
τὴν ὥρα ποὺ ἐγέννησε τὴν μικρή μου Μαριέττα.
Δεσποτάκης
τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
1/2/2024